Ο όρος "antinomous set" αναφέρεται σε ένα σύνολο που περιέχει αντίθετα ή αντικρουόμενα στοιχεία ή αξίες. Η χρήση του μπορεί να είναι πιο συχνή σε φιλοσοφικά ή μαθηματικά συμφραζόμενα, όπου ερευνώνται οι αντιφάσεις και οι αντιθετικές σχέσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτές μορφές, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε διαλέξεις ή σε συζητήσεις που αφορούν φιλοσοφικά, νομικά ή μαθηματικά ζητήματα.
The concept of an antinomous set challenges our understanding of logical consistency.
(Η έννοια ενός αντινοματικού συνόλου αμφισβητεί την κατανόησή μας για τη λογική συνέπεια.)
In mathematics, an antinomous set can lead to paradoxes that require further investigation.
(Στα μαθηματικά, ένα αντινοματικό σύνολο μπορεί να οδηγήσει σε παραδείγματα που απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση.)
Philosophers often discuss antinomous sets to illustrate the complexity of moral dilemmas.
(Οι φιλόσοφοι συχνά συζητούν τα αντινοματικά σύνολα για να δείξουν την πολυπλοκότητα των ηθικών διλημμάτων.)
Ο όρος "antinomous" δεν είναι ιδιαίτερα κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια του αντιφατικού μπορεί να συσχετιστεί με διάφορες καταστάσεις όπου διατυπώνονται αντίθετες απόψεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"He faced an antinomous argument when trying to explain both sides of the issue."
(Αντιμετώπισε ένα αντινοματικό επιχείρημα προσπαθώντας να εξηγήσει και τις δύο πλευρές του ζητήματος.)
"The meeting resulted in an antinomous outcome where both proposals seemed valid."
(Η συνάντηση είχε ένα αντινοματικό αποτέλεσμα όπου και οι δύο προτάσεις φάνηκαν έγκυρες.)
"She found herself in an antinomous situation, torn between loyalty and honesty."
(Βρέθηκε σε μια αντινοματική κατάσταση, διχασμένη ανάμεσα στην πίστη και την ειλικρίνεια.)
Η λέξη "antinomous" προέρχεται από το ελληνικό "αντί" (anti), που σημαίνει "εναντίον", και "νόμος" (nomos), που σημαίνει "νόμος" ή "κανόνας". Η έννοια συνδέεται με την ύπαρξη αντίθετων αρχών ή κανόνων.
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια λεπτομερή κατανόηση του όρου "antinomous set" και των σχετικών θεμάτων.