Η λέξη "antipathetic" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία συναισθηματική ή ιδεολογική αντίθεση, συχνά σε σχέση με κάτι που προκαλεί αποστροφή ή εχθρότητα. Όταν χρησιμοποιείται σε ένα πλαίσιο όπως "antipathetic to violence", σημαίνει ότι κάποιος ή κάτι είναι αντίθετος ή αρνητικός προς τη βία.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο και σε πιο επίσημα ή ακαδημαϊκά πλαίσια. Η χρήση της είναι λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται σε συζητήσεις σχετικά με ηθικές και κοινωνικές αξίες.
Αντιπαθητικός προς τη βία, πάντα υποστήριζε ειρηνικές λύσεις.
Her antipathetic stance towards violence made her an advocate for non-violent protest.
Η αντιπαθητική στάση της προς τη βία την έκανε υπέρμαχο της μη βίαιας διαμαρτυρίας.
Many cultures are antipathetic to violence, promoting harmony instead.
Η λέξη "antipathetic" δεν είναι ιδιαίτερα συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο ακαδημαϊκά συμφραζόμενα για να περιγράψει καταστάσεις ή σχέσεις που είναι εχθρικές ή αντίθετες.
Οι απόψεις του είναι αντιπαθητικές προς τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις.
She found the antipathetic reactions of her peers troubling.
Βρήκε τις αντιπαθητικές αντιδράσεις των συνομηλίκων της ανησυχητικές.
The antipathetic relationship between the two organizations has led to ongoing conflicts.
Η λέξη "antipathetic" προέρχεται από το ελληνικό "αντί" (anti), που σημαίνει "κατά" ή "ενάντια", και "πάθος" (pathos), που σημαίνει "συναίσθημα" ή "πάθος". Έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη "antipatheticus".
Συνώνυμα: - Hostile - Unsympathetic - Opposed
Αντώνυμα: - Sympathetic - Approving - Supportive