Αντίστροφος-εκφραστικός δάνειος όρος.
/ˌæntɪˈprʊrɪtɪk/
Η λέξη "antipruritic" αναφέρεται σε ουσίες ή φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την ανακούφιση από τον κνησμό (φαγούρα) του δέρματος. Χρησιμοποιείται συχνά στη ιατρική και την φαρμακολογία, και είναι κοινή στη γλώσσα όταν πρόκειται για θεραπείες δερματικών παθήσεων. Η χρήση της εκφράζεται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε ιατρικές αναφορές και παρασκευές συνταγών.
Η λέξη "antipruritic" χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά κείμενα και δεν είναι τόσο διαδεδομένη στον καθημερινό προφορικό λόγο.
Ο γιατρός συνταγογράφησε μια αντισκαλωτική κρέμα για το εξάνθημά μου.
Antipruritic medications can help relieve itchy skin conditions.
Τα αντικνησμώδη φάρμακα μπορούν να βοηθήσουν στην ανακούφιση από κνησμώδεις δερματικές παθήσεις.
It is important to choose an effective antipruritic for your skin issues.
Η λέξη "antipruritic" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι πιο τεχνική και ειδική. Ωστόσο, μπορείτε να τη βρείτε σε φράσεις σχετικές με θεραπείες δέρματος:
"Βρήκε ανακούφιση μετά τη χρήση μιας αντισκαλωτικής αλοιφής."
"For severe itching, an antipruritic solution is recommended."
"Για σοβαρό κνησμό, συνιστάται μια αντικνησμώδης λύση."
"Consult your physician if over-the-counter antipruritics do not work."
Η λέξη "antipruritic" προέρχεται από το ελληνικό πρόθεμα "anti-" που σημαίνει "κατά" και τη λέξη "pruritus," που σημαίνει "φαγούρα". Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται από τον 19ο αιώνα.
Συνώνυμα: - Antihistamine (αντιισταμινικό) - Soothing (ηρεμιστικό)
Αντώνυμα: - Pruritic (κνησμώδης) - Irritating (ενοχλητικό)