Aντί-ηχοδιαστημόριο (antiresonance): ουσιαστικό.
[ˈæntiˌrɛzəˌnæns]
Η λέξη "antiresonance" αναφέρεται σε φαινόμενα που προκύπτουν όταν η συχνότητα ενός κύματος αντισταθμίζεται ή αναιρείται από άλλες συχνότητες, δημιουργώντας δηλαδή μια κατάσταση όπου η εκπομπή του ήχου ή των κυμάτων είναι περιορισμένη ή ανύπαρκτη. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά πλαίσια, όπως η φυσική και η μηχανολογία.
Χρησιμότητα: Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, για επιστημονικά και τεχνικά θέματα, και δεν είναι ευρέως διαδεδομένη στον προφορικό λόγο.
The concept of antiresonance is crucial in the design of vibration isolators.
(Η έννοια της αντί-ηχοδιαστημόριου είναι κρίσιμη στον σχεδιασμό απομονωτών δόνησης.)
Engineers must consider antiresonance effects to ensure stability in structures.
(Οι μηχανικοί πρέπει να λάβουν υπόψη τα αποτελέσματα της αντί-ηχοδιαστημόριου για να εξασφαλίσουν τη σταθερότητα στις κατασκευές.)
Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη "antiresonance" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τεχνικές φράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
The antiresonance of the system prevents unwanted vibrations.
(Η αντί-ηχοδιαστημόριο του συστήματος αποτρέπει ανεπιθύμητες δονήσεις.)
Researchers are studying antiresonance to improve sound quality in acoustics.
(Οι ερευνητές μελετούν την αντί-ηχοδιαστημόριο για να βελτιώσουν την ποιότητα του ήχου στην ακουστική.)
Understanding antiresonance can help in designing quieter machines.
(Η κατανόηση της αντί-ηχοδιαστημόριου μπορεί να βοηθήσει στο σχεδιασμό πιο ήσυχων μηχανών.)
Η λέξη "antiresonance" προέρχεται από το πρόθεμα "anti-" που σημαίνει "κατά", και τη λέξη "resonance" που προέρχεται από τη λατινική ρίζα "resonare", που σημαίνει "νιώθω ήχο πάλι".
Συνώνυμα:
- Anti-resonance
- Cancelling effects
Αντώνυμα:
- Resonance
- Amplification