Προνόμιο: Ουσιαστικό
/ˈæn.ti.rʌst koʊt/
Η φράση "antirust coat" αναφέρεται σε μία ειδική επίστρωση ή βαφή που εφαρμόζεται πάνω σε μέταλλα για να τα προστατεύσει από τη σκουριά και τη διάβρωση. Χρησιμοποιείται κυρίως στη βιομηχανία όχι μόνο στους τομείς της κατασκευής και της μεταποίησης αλλά και σε οικιακές εφαρμογές, όπως η προστασία μεταλλικών επιφανειών.
Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, κυρίως σε τεχνικά κείμενα και οδηγίες, καθώς και σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με τη συντήρηση και την προστασία μεταλλικών αντικειμένων.
"Εφαρμόσαμε μια αντισκωριακή επίστρωση στην μεταλλική σκεπή."
"An antirust coat can extend the life of your garden tools."
Η φράση "antirust coat" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, χρησιμοποιείται συνήθως σε τεχνικά κείμενα. Εδώ είναι μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη:
"Πριν από τον χειμώνα, είναι απαραίτητο να βάλουμε μια αντισκωριακή επίστρωση σε οποιοδήποτε έπιπλο εξωτερικού χώρου."
"Make sure the machinery has an antirust coat to prevent damage."
"Βεβαιωθήκατε ότι η μηχανή έχει μια αντισκωριακή επίστρωση για να αποφευχθεί η ζημιά."
"An antirust coat is a must when storing vehicles for a long time."
Η λέξη "antirust" είναι σύνθετη και προέρχεται από το πρόθεμα "anti-" που σημαίνει "εναντίον" και τη λέξη "rust" που δηλώνει τη σκουριά. Η λέξη "coat" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "cote", που σημαίνει "επένδυση" ή "κάλυμμα".
Συνώνυμα: - Rustproof coating - Corrosion-resistant coating
Αντώνυμα: - Rust - Corrosion