Το "antiseptic agent" είναι ένα ουσιαστικό (noun).
/ˌæntiˈsɛptɪk ˈeɪdʒənt/
Ο όρος "antiseptic agent" αναφέρεται σε οποιαδήποτε ουσία που χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση ή την πρόληψη της ανάπτυξης μικροοργανισμών. Συνήθως χρησιμοποιείται σε ιατρικά περιβάλλοντα για την απολύμανση τραυμάτων ή επιφανειών. Οι αντισηπτικοί παράγοντες χρησιμοποιούνται συχνά σε νοσοκομεία και κλινικές, αλλά και σε οικιακά προϊόντα.
Η χρήση της φράσης "antiseptic agent" επικεντρώνεται περισσότερο σε επιστημονικό και γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με την υγειονομική περίθαλψη.
Η νοσοκόμα εφάρμοσε έναν αντισηπτικό παράγοντα στην πληγή για να αποτρέψει τη μόλυνση.
Many household cleaners contain antiseptic agents that kill germs.
Πολλοί καθαριστές σπιτιού περιέχουν αντισηπτικούς παράγοντες που σκοτώνουν μικρόβια.
It's important to use an antiseptic agent before surgical procedures.
Ο όρος "antiseptic agent" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε σχετικές εκφράσεις που επικεντρώνονται στη ιατρική και την υγιεινή.
Ένα γραμμάριο πρόληψης αξίζει ένα κιλό αντισηπτικού παράγοντα.
"In healthcare, using an antiseptic agent is a critical part of the protocol."
Στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, η χρήση ενός αντισηπτικού παράγοντα είναι κρίσιμο μέρος του πρωτοκόλλου.
"Proper hand washing with an antiseptic agent can reduce the spread of illness."
Η λέξη "antiseptic" προέρχεται από την ελληνική λέξη "ἀντισηπτικός" (antiséptikos), όπου "αντί" (anti) σημαίνει "κατά" και "σήψη" (sepsis) που σημαίνει "γεννημένος από αποσύνθεση". Ο όρος "agent" προέρχεται από τη λατινική λέξη "agens", που σημαίνει "αυτός που κάνει".
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν την έννοια και τη χρήση του όρου "antiseptic agent" με τρόπο πληρη και κατανοητό.