Η φράση "antistatic floor" αποτελείται από δύο λέξεις: - "antistatic" (επίθετο) - "floor" (ουσιαστικό)
/ˌæntɪˈstætɪk flɔːr/
Η φράση "antistatic floor" αναφέρεται σε ένα τύπο δαπέδου που έχει σχεδιαστεί για να μειώνει ή να αποτρέπει τη συσσώρευση ηλεκτροστατικού φορτίου. Είναι σημαντική σε περιβάλλοντα όπου η στατική ηλεκτρισμός μπορεί να προκαλέσει βλάβες σε ηλεκτρονικές συσκευές ή να δημιουργήσει άλλες επικίνδυνες καταστάσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως στο βιομηχανικό και εμπορικό περιβάλλον. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο και λιγότερο στον προφορικό.
Η φράση είναι συχνή σε τεχνικά κείμενα και οδηγίες σχετικά με την κατασκευή και το σχεδιασμό χώρων εργασίας, της ηλεκτρονικής βιομηχανίας ή των χώρων αποθήκευσης ευαίσθητου εξοπλισμού.
The new laboratory was fitted with an antistatic floor to prevent any electrical discharges.
Το νέο εργαστήριο ήταν εξοπλισμένο με αντιστατική επιφάνεια για να αποτρέψει τυχόν ηλεκτρικές εκφορτίσεις.
We recommend installing an antistatic floor in areas where sensitive electronics are handled.
Συνιστούμε την εγκατάσταση αντιστατικής επιφάνειας σε χώρους όπου χειρίζονται ευαίσθητα ηλεκτρονικά.
An antistatic floor can significantly reduce the risk of static electricity damaging components.
Μια αντιστατική επιφάνεια μπορεί σημαντικά να μειώσει τον κίνδυνο ζημίας από στατική ηλεκτρική ενέργεια στα εξαρτήματα.
Η φράση δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες σχετικές έννοιες:
"Keeping an antistatic floor can save costly repairs."
Η διατήρηση μιας αντιστατικής επιφάνειας μπορεί να εξοικονομήσει ακριβές επισκευές.
"It's essential to have an antistatic floor in the cleanroom."
Είναι απαραίτητο να υπάρχει αντιστατική επιφάνεια στην καθαρή αίθουσα.
"Maintenance of the antistatic floor should be a priority for the IT department."
Η συντήρηση της αντιστατικής επιφάνειας θα πρέπει να είναι προτεραιότητα για το τμήμα IT.
Η λέξη "antistatic" προέρχεται από το αρχαίο Ελληνικό "αντί" (ενάντια) και το "στατικό" που σχετίζεται με τη στατική ηλεκτρική ενέργεια. Η λέξη "floor" προέρχεται από την παλιά Αγγλική "flōr", που σημαίνει επίπεδη επιφάνεια, συνήθως χρησιμοποιούμενη για να υπονοείται το δάπεδο ενός κτιρίου.
Συνώνυμα: - Electrostatic discharge floor (ESD floor) - Static-free floor
Αντώνυμα: - Static floor - Non-antistatic floor