antiviral immunity: Ουσιαστικό
/ˌæntɪˈvaɪrəl ɪˈmjunəti/
antiviral immunity αναφέρεται στην ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να αναγνωρίζει, να καταπολεμά και να αποτρέπει τη μόλυνση από ιούς. Σαφώς, αυτή η έννοια σχετίζεται με τις διάφορες μηχανισμούς που ενεργοποιούνται για να προστατεύσουν τον οργανισμό από ιικές λοιμώξεις και μπορεί να περιλαμβάνει φάσεις όπως η παραγωγή αντισωμάτων, η ενεργοποίηση Τ-κυττάρων και η φλεγμονώδης αντίδραση.
Η χρήση της είναι συχνή σε ιατρικά ή βιολογικά κείμενα, καθώς και στους τομείς της έρευνας και της υγειονομικής περίθαλψης.
Το σώμα αναπτύσσει ιική ανοσία μετά τον εμβολιασμό.
Research is focused on understanding how antiviral immunity works in different populations.
Η φράση antiviral immunity δεν είναι συνήθως μέρος συγκεκριμένων ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο, σχετίζεται με διάφορους όρους και εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στον τομέα της ανοσιολογίας και της ιολογίας.
"Η ενίσχυση της ιικής ανοσίας είναι κρίσιμη για την καταπολέμηση των λοιμώξεων."
"The research highlights the role of antiviral immunity in controlling viral outbreaks."
"Η έρευνα επισημαίνει τον ρόλο της ιικής ανοσίας στον έλεγχο των ιογενών επιδημιών."
"Certain lifestyle choices can enhance your antiviral immunity."
Η λέξη antiviral προέρχεται από το πρόθεμα "anti-" που σημαίνει "κατά" και το "viral" που σχετίζεται με ιούς (από την λατινική λέξη "virus"). Η λέξη immunity προέρχεται από την λατινική "immunitas", που σημαίνει "απαλλαγή από υποχρέωση" ή "ανοσία".
Συνώνυμα: - ιική προστασία - αντοχή σε ιούς
Αντώνυμα: - ιική ευαισθησία - ευπάθεια σε ιούς