Aperture: Ουσιαστικό
List: Ουσιαστικό
Aperture: /ˈæp.ər.tʃər/
List: /lɪst/
Aperture: διάφραγμα, άνοιγμα
List: λίστα
Aperture: Στην αγγλική γλώσσα, "aperture" αναφέρεται σε ένα άνοιγμα ή διάφραγμα που ελέγχει τον χώρο μέσω του οποίου μπορεί να περάσει φως ή άλλες δυνάμεις. Χρησιμοποιείται συχνά στην οπτική, στη φωτογραφία και στη μηχανική. List: "List" σημαίνει μια καταγραφή ή μια σειρά αντικειμένων ή στοιχείων που παρατίθενται το ένα μετά το άλλο.
Η χρήση της λέξης "aperture" είναι συχνότερα τεχνική και αντικείμενη σε σχηματισμούς, ενώ "list" χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
The aperture size on my camera affects how much light enters.
(Το μέγεθος του διαφράγματος στην κάμερά μου επηρεάζει πόσο φως εισέρχεται.)
Can you provide me with a list of the participants?
(Μπορείς να μου δώσεις μια λίστα με τους συμμετέχοντες;)
Adjusting the aperture will help you achieve better photos.
(Η ρύθμιση του διαφράγματος θα σε βοηθήσει να πετύχεις καλύτερες φωτογραφίες.)
"Aperture science" refers to a field of study in physics, often used in academic contexts.
(Η "επιστήμη του διαφράγματος" αναφέρεται σε ένα πεδίο μελέτης στη φυσική, που χρησιμοποιείται συχνά σε ακαδημαϊκά πλαίσια.)
"To have a list of demands" means to have specific requests or needs.
(Το να έχεις μια λίστα απαιτήσεων σημαίνει να έχεις συγκεκριμένα αιτήματα ή ανάγκες.)
"Keep an aperture on your goals" implies remaining focused on what you want to achieve.
(Να κρατάς ένα άνοιγμα στους στόχους σου σημαίνει να παραμένεις επικεντρωμένος σε αυτό που θέλεις να πετύχεις.)
"A list of pros and cons" is a common way to evaluate decisions.
(Μια λίστα πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων είναι ένας συνηθισμένος τρόπος αξιολόγησης αποφάσεων.)
Aperture: Προέρχεται από τη λατινική λέξη "apertura", που σημαίνει "διάνοιξη" ή "άνοιγμα".
List: Προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "liste", που σήμαινε "γραμμή" ή "όριο".
Aperture:
- Συνώνυμα: opening, gap, slot
- Αντώνυμα: closure, blockage
List:
- Συνώνυμα: catalog, inventory, record
- Αντώνυμα: disorganization, chaos