Apery είναι ουσιαστικό.
/ˈeɪ.pər.i/
Apery αναφέρεται σε μια πράξη ή διαδικασία μίμησης ή απομίμησης, συχνά με την έννοια ότι κάποιος ή κάτι προσπαθεί να μιμηθεί έναν άλλον ή να αναπαραστήσει κάτι. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ακαδημαϊκά ή λογοτεχνικά συμφραζόμενα.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η λέξη δεν είναι ιδιαίτερα συχνή και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα, σε ακαδημαϊκά ή φιλολογικά συμφραζόμενα.
Το έργο του καλλιτέχνη είναι μια παραφράση του διάσημου πίνακα του Βαν Γκονγκ.
His speech was nothing but an apery of the rhetoric employed by political leaders.
Apery δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, οι έννοιες της μίμησης ή του μιμητισμού συναντώνται σε διάφορες φράσεις.
"Η μίμηση είναι η πιο ειλικρινής μορφή κολακείας, αλλά μια απλή απομίμηση μπορεί συχνά να αποτύχει."
"His attempts at humor were often seen as an apery of comedians he admired."
Η λέξη apery προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη ἀπομίμησις (apomimēsis), που σημαίνει μίμηση ή απομίμηση, και είναι συνδεδεμένη με τη λατινική λέξη "mimesis."
Συνώνυμα: imitation, mimicry, replica
Αντώνυμα: originality, authenticity, uniqueness