Apostasis είναι ουσιαστικό.
/ˈæpəʊstəˌsɪs/
Η λέξη "apostasis" (αποστασία) χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια διαδικασία απομάκρυνσης ή διάκρισης από κάτι, σε πολλές περιπτώσεις από κάποιον κανόνα, θεσμό ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά στην καθημερινή ομιλία και πιο συχνά σε ακαδημαϊκά ή φιλοσοφικά κείμενα.
The apostasis from traditional values can lead to social changes.
Η αποστασία από τις παραδοσιακές αξίες μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνικές αλλαγές.
His apostasis from the organization was unexpected by many members.
Η αποστασία του από τον οργανισμό ήταν απροσδόκητη για πολλά μέλη.
There was a significant apostasis in her beliefs after the event.
Υπήρξε μια σημαντική αποστασία στις πεποιθήσεις της μετά το γεγονός.
Η λέξη "apostasis" δεν αποτελεί συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε πιο αναλυτικές διατυπώσεις ή φράσεις. Εδώ είναι μερικές χρήσεις της:
His life took an apostasis when he moved away from home.
Η ζωή του γνώρισε μια αποστασία όταν μετακόμισε μακριά από το σπίτι.
The apostasis of a student from strict educational paths can foster creativity.
Η αποστασία ενός μαθητή από αυστηρές εκπαιδευτικές διαδρομές μπορεί να ενισχύσει τη δημιουργικότητα.
In literature, an apostasis often leads to the protagonist's transformation.
Στη λογοτεχνία, μια αποστασία οδηγεί συχνά στη μεταμόρφωση του πρωταγωνιστή.
Η λέξη "apostasis" προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις “από” (apo) που σημαίνει "από", και “στάσις” (stasis) που σημαίνει "κατάσταση" ή "στάση". Η σύνθεση αυτών των δύο στοιχείων αναδεικνύει την έννοια της απομάκρυνσης από μία κατάσταση ή στάση.
Συνώνυμα: - απομάκρυνση - ακύρωση
Αντώνυμα: - υποταγή - συμμόρφωση