Ουσιαστικό
/ˌæpəʊ.trænˈfɪr.ɪn/
Η απωτοφερινίνη είναι μια πρωτεΐνη που μεταφέρει σίδηρο στον οργανισμό. Εμπλέκεται στη ρύθμιση των επιπέδων σιδήρου στον οργανισμό και είναι σημαντική για τη μεταφορά του σιδήρου στα κύτταρα. Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά ή ιατρικά κείμενα και αναφέρεται σε καταστάσεις που αφορούν τη βιοχημεία και την αιματολογία. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο.
Λόγω της εξειδικευμένης φύσης της, η απωτοφερινίνη δεν χρησιμοποιείται ευρέως στην καθημερινή ομιλία, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε επιστημονικές μελέτες, άρθρα και ιατρικές αναφορές.
Το επίπεδο της απωτοφερινίνης στο αίμα μπορεί να υποδηλώνει ανεπάρκεια σιδήρου.
Researchers are studying apotransferrin's role in iron metabolism.
Ερευνητές μελετούν τον ρόλο της απωτοφερινίνης στη μεταβολισμό του σιδήρου.
Apotransferrin is crucial for transporting iron to cells in the body.
Η λέξη "apotransferrin" δεν είναι μέρος κοινών ιδιωματικών εκφράσεων στην αγγλική γλώσσα, καθώς είναι εξαιρετικά εξειδικευμένη. Ωστόσο, μπορούν να εντοπιστούν κάποιες επιστημονικές εμπειρίες που περιλαμβάνουν την απωτοφερινίνη, ιδίως στον τομέα της βιολογίας και της ιατρικής:
Η μελέτη έδειξε ότι τα επίπεδα της απωτοφερινίνης σχετίζονται με την αναιμία.
"In patients with hemochromatosis, apotransferrin levels are often abnormal."
Σε ασθενείς με αιμοχρωμάτωση, τα επίπεδα της απωτοφερινίνης είναι συχνά ανώμαλα.
"Monitoring apotransferrin can help manage conditions of iron overload."
Η λέξη "apotransferrin" προέρχεται από το πρόθεμα "apo-" που σημαίνει "χωρίς" ή "απομακρυσμένο," και το "transferrin," που είναι μια πρωτεΐνη που μεταφέρει σίδηρο (από τα λατινικά "ferre" που σημαίνει "φέρνω"). Έτσι, η λέξη υποδηλώνει μια μορφή της transferrin που δεν έχει σίδηρο.
Συνώνυμα: - Apotransferrinin (σχετικά με επιστημονικές αναφορές)
Αντώνυμα: - Transferrin (η πρωτεΐνη που μεταφέρει σίδηρο και είναι κορεσμένη με σίδηρο).