Το "apparatus insulator" είναι ένα σύνθετο φράση που αποτελείται από δύο ουσιαστικά: "apparatus" (εξοπλισμός) και "insulator" (μονωτής).
/phəˈræ.təs ˌɪn.səˈleɪ.tər/
Το "apparatus insulator" αναφέρεται σε ένα μέσο ή συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μόνωση ή προστασία συσκευών ή εξοπλισμού, προκειμένου να αποτρέψει τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος ή θερμότητας. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της ηλεκτρολογίας και της μηχανολογίας.
Η συχνότητα χρήσης του είναι μεγαλύτερη στο τεχνικό/γραφικό πλαίσιο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και προφορικά από ειδικούς και επαγγελματίες του χώρου.
Ο νέος μονωτής εξοπλισμού ενισχύει την ασφάλεια των ηλεκτρικών συστημάτων.
Researchers improved the apparatus insulator to withstand higher temperatures.
Οι ερευνητές βελτίωσαν τον μονωτή εξοπλισμού για να αντέχει σε υψηλότερες θερμοκρασίες.
Proper installation of the apparatus insulator is crucial for system efficiency.
Λιγότερο συνηθισμένο, αλλά υπάρχει η δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν τεχνικές φράσεις που αφορούν τη μόνωση ή τη στεγανοποίηση.
"Βεβαιωθείτε ότι ο μονωτής εξοπλισμού είναι άθικτος για να αποφευχθούν ηλεκτρικοί κίνδυνοι."
"We need a reliable apparatus insulator for this sensitive equipment."
"Χρειαζόμαστε έναν αξιόπιστο μονωτή εξοπλισμού για αυτό τον ευαίσθητο εξοπλισμό."
"The effectiveness of the apparatus insulator is key in preventing energy loss."
Συνώνυμα: - Apparatus: equipment, device, machinery. - Insulator: isolator, barrier.
Αντώνυμα: - Apparatus: disassembly, dismantling. - Insulator: conductor, transmitter.
Αυτές οι πληροφορίες κατηγοριοποιούνται για να δώσουν μια καλύτερη αντίληψη του όρου "apparatus insulator" και του ρόλου του στη γλώσσα και την τεχνολογία.