Επίθετο + Ουσιαστικό
/əˈplaɪd rɪˈsɜːrʧ/
Ο όρος "applied research" αναφέρεται σε μια μορφή έρευνας που αποσκοπεί στην εφαρμογή των επιστημονικών γνώσεων για την επίλυση πρακτικών προβλημάτων. Διαφέρει από τη "βασική έρευνα" (basic research), η οποία επικεντρώνεται στην απόκτηση γνώσεων χωρίς άμεσες εφαρμογές. Η "applied research" συνήθως βρίσκεται σε πιο υψηλή συχνότητα χρήσης σε τεχνικά και επαγγελματικά περιβάλλοντα, αν και μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται σε ακαδημαϊκές συζητήσεις.
Η ομάδα πραγματοποίησε εφαρμοσμένη έρευνα για να αναπτύξει νέες ιατρικές θεραπείες.
Applied research is essential for bridging the gap between theory and practice.
Η εφαρμοσμένη έρευνα είναι ουσιαστική για τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ θεωρίας και πράξης.
Many universities focus on applied research to solve community issues.
Ο όρος "applied research" χρησιμοποιείται συχνά σε διαφορετικά συμφραζόμενα, μεταξύ άλλων και σε ιδιωματικές εκφράσεις.
Η εφαρμοσμένη έρευνα μπορεί να είναι καθοριστική στην τεχνολογία.
"Investing in applied research leads to innovations that benefit society."
Η επένδυση στην εφαρμοσμένη έρευνα οδηγεί σε καινοτομίες που ωφελούν την κοινωνία.
"Applied research fosters collaboration between academia and industry."
Η εφαρμοσμένη έρευνα προάγει τη συνεργασία μεταξύ ακαδημαϊκής κοινότητας και βιομηχανίας.
"The findings from applied research can directly impact public policy."
Τα ευρήματα από την εφαρμοσμένη έρευνα μπορούν να επηρεάσουν άμεσα τη δημόσια πολιτική.
"Through applied research, we can address urgent societal challenges."
Ο όρος "applied" προέρχεται από το λατινικό "applicare", που σημαίνει "να εφαρμοστεί", σε συνδυασμό με το "research", που προέρχεται από το γαλλικό "recherche", που σημαίνει "να ψάξει ξανά". Ο συνδυασμός του σημαίνει "να εφαρμόσει τη γνώση σε πραγματικές καταστάσεις".
Αυτή η ανάλυση του όρου "applied research" παρουσιάζει τη σημαντικότητα και τον ρόλο του σε διάφορους τομείς της επιστήμης και της κοινωνίας.