Η λέξη "applique" είναι ουσιαστικό και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /ˌæp.lɪˈkeɪ/
Η λέξη "applique" αναφέρεται σε μια τεχνική ή διαδικασία που περιλαμβάνει την εφαρμογή ενός σχεδίου ή διακόσμησης σε μια επιφάνεια, συχνά με ραφή. Στη μόδα και την υφαντική, η εφαρμογή χρησιμοποιείται για να προσθέσει υλικά (όπως ύφασμα ή κοσμήματα) σε ένα βασικό υλικό, δημιουργώντας έτσι σχέδια ή εικόνες.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στα αγγλικά σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα στους τομείς της ραπτικής, του σχεδιασμού μόδας και των τεχνών, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε προφορικές συνομιλίες όταν αναφέρονται αυτές οι τέχνες.
The dress features intricate applique designs on the sleeves.
Το φόρεμα διαθέτει περίπλοκα σχέδια εφαρμογής στα μανίκια.
She learned the art of applique to enhance her quilting skills.
Έμαθε την τέχνη της εφαρμογής για να ενισχύσει τις ικανότητές της στην κουβερτούρα.
I bought some fabric for my applique project next week.
Αγόρασα λίγους υφάντες για το έργο εφαρμογής μου την επόμενη εβδομάδα.
Η λέξη "applique" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορούμε να δημιουργήσουμε κάποιες φράσεις που σχετίζονται με την τέχνη και την τεχνική:
"She has a flair for applique, turning every piece into a masterpiece."
"Έχει ταλέντο στην εφαρμογή, μετατρέποντας κάθε κομμάτι σε αριστούργημα."
"His applique skills are unmatched in the local crafting community."
"Οι δεξιότητες εφαρμογής του είναι ανεπανάληπτες στην τοπική κοινότητα χειροτεχνίας."
"With every stitch of applique, she breathes life into her projects."
"Με κάθε ράμμα εφαρμογής, δίνει ζωή στα έργα της."
"The quilt was adorned with beautiful applique shapes of flowers and leaves."
"Η κουβέρτα ήταν διακοσμημένη με όμορφα σχήματα εφαρμογής λουλουδιών και φύλλων."
"I always find applique to be a rewarding way to personalize gifts."
"Πάντα βρίσκω την εφαρμογή να είναι ένας ικανοποιητικός τρόπος για να εξατομικεύω τα δώρα."
Η λέξη "applique" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "appliquer," που σημαίνει "να εφαρμόσω, να τοποθετήσω." Η γαλλική λέξη με τη σειρά της προέρχεται από το λατινικό "applicare," που συνδυάζει το "ad-" (προς) με το "plicare" (να διπλώσω).
Συνώνυμα: - εφαρμογή - διακόσμηση
Αντώνυμα: - αφαίρεση - απλό ύφασμα
Η λέξη "applique" εμπλέκεται κυρίως στις τέχνες και την ραπτική και χρησιμοποιείται πιο συχνά σε συγκεκριμένα πλαίσια όπου η διακόσμηση και η προσθήκη υλικών παίζουν σημαντικό ρόλο στην έκφραση της δημιουργικότητας.