Arbitrary: επίθετο
Origin: ουσιαστικό
Arbitrary: /ˈɑːrbɪtreri/
Origin: /ˈɔːrɪdʒɪn/
Arbitrary: αυθαίρετος, τυχαίος
Origin: προέλευση, καταγωγή
The decision made by the committee seemed arbitrary and lacked a clear rationale.
Η απόφαση που πάρθηκε από την επιτροπή φαινόταν αυθαίρετη και δεν είχε σαφή αιτιολογία.
Understanding the origin of the species is crucial for biological research.
Η κατανόηση της προέλευσης των ειδών είναι κρίσιμη για τη βιολογική έρευνα.
He chose an arbitrary point to start the discussion.
Επέλεξε ένα αυθαίρετο σημείο για να αρχίσει τη συζήτηση.
Το "arbitrary" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
The rules seemed arbitrary at best, leaving many confused.
Οι κανόνες φαίνονταν αυθαίρετοι τουλάχιστον, αφήνοντας πολλούς μπερδεμένους.
It's an arbitrary distinction that could lead to misunderstandings.
Είναι μια αυθαίρετη διάκριση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε παρανοήσεις.
Many believe that the criteria for selection are unnecessarily arbitrary.
Πολλοί πιστεύουν ότι τα κριτήρια επιλογής είναι περιττά αυθαίρετα.
They made an arbitrary choice that didn't reflect the preferences of the majority.
Έκαναν μια αυθαίρετη επιλογή που δεν αντανάκλασε τις προτιμήσεις της πλειονότητας.
The judge's arbitrary ruling surprised everyone in the courtroom.
Η αυθαίρετη απόφαση του δικαστή εξέπληξε όλους στην αίθουσα του δικαστηρίου.
Arbitrary: - Συνώνυμα: αυθαίρετος, τυχαίος, διαφανής - Αντώνυμα: λογικός, αιτιολογημένος, συγκεκριμένος
Origin: - Συνώνυμα: προέλευση, καταγωγή, αρχή - Αντώνυμα: τέλος, κατάληξη, απόρριψη