Ουσιαστικό
/ɑːrk stoʊn/
Η έννοια του "arch stone" αναφέρεται σε μια πέτρα που χρησιμοποιείται σε καμάρες ή τόξα στην αρχιτεκτονική. Αυτές οι πέτρες είναι συχνά τοποθετημένες σε τέτοιο τρόπο ώστε να ενισχύουν την δομική σταθερότητα ενός τόξου.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, η χρήση του όρου "arch stone" είναι πιο συχνή σε τεχνικά κείμενα που σχετίζονται με την αρχιτεκτονική και την κατασκευή. Η συχνότητα της χρήσης του είναι χαμηλότερη θεν τέτοιας περιγραφής στον προφορικό λόγο, όπου οι άνθρωποι συχνά προτιμούν πιο γενικές ή λιγότερο τεχνικές φράσεις.
Ο αρχιτέκτονας καθόρισε ένα καμάρι για τη νέα γέφυρα.
Each arch stone was carefully cut to fit perfectly into the structure.
Κάθε καμάρι ήταν προσεκτικά κομμένο για να ταιριάζει τέλεια στη δομή.
Ancient cathedrals often feature elaborately decorated arch stones.
Ο όρος "arch stone" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο είναι πιο συνδεδεμένος με τεχνικούς όρους και περιγραφές. Παρ' όλα αυτά, σχετικές φράσεις που αναφέρονται σε δομικές έννοιες μπορεί να περιλαμβάνουν:
"Ο θεμέλιος λίθος είναι όπως ένα καμάρι για κάθε θεμέλιο κτιρίου."
"In our discussion, we need to find the arch stone of the argument."
"Στη συζήτησή μας, πρέπει να βρούμε το καμάρι της επιχειρηματολογίας."
"Just as an arch stone supports the structure above, strong relationships underpin a successful team."
Ο όρος "arch stone" προέρχεται από τις λέξεις "arch", που σημαίνει τόξο (πολύ πιθανό να προέρχεται από τη Λατινική "arcus"), και "stone", που σημαίνει πέτρα (από την Παλαιά Αγγλική "stan").
Συνώνυμα: - Keystone (κλειδί) - Architrave (αρχιτεκτονικό τόξο)
Αντώνυμα: - Flat stone (ισοπεδωμένη πέτρα)