Α substantivo (ουσιαστικό)
/ˈɑːr.kɪ.vɪst/
Ο όρος "archivist" αναφέρεται σε ένα άτομο που ειδικεύεται στη διαχείριση, οργάνωση και συντήρηση αρχείων και αρχείων τεκμηρίωσης. Συνήθως, οι αρχειονόμοι εργάζονται σε μουσεία, βιβλιοθήκες ή σε κρατικούς και ιδιωτικούς οργανισμούς, όπου είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση ιστορικών ντοκουμέντων. Η λέξη συνήθως χρησιμοποιείται σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανίζεται σε συζητήσεις σχετικά με τη διαχείριση πληροφοριών.
Ο αρχειονόμος βρήκε ένα παλιό έγγραφο στα αρχεία.
As an archivist, she is responsible for preserving historical records.
Η λέξη "archivist" μπορεί να χρησιμοποιηθεί διάφορες φορές σε ιδιωματικές εκφράσεις στο πλαίσιο της διαχείρισης πληροφοριών:
Ο αρχειονόμος κρατά ζωντανό το παρελθόν.
"Being an archivist requires a keen eye for detail."
Η εργασία ως αρχειονόμος απαιτεί προσοχή στη λεπτομέρεια.
"The work of an archivist is crucial for historical research."
Η εργασία ενός αρχειονόμου είναι κρίσιμη για την ιστορική έρευνα.
"An archivist can unlock the secrets of history."
Ένας αρχειονόμος μπορεί να αποκαλύψει τα μυστικά της ιστορίας.
"Without archivists, our records would be lost to time."
Η λέξη "archivist" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "archiviste," η οποία πηγάζει από το λατινικό "archivum" που σημαίνει "αρχείο." Η ρίζα "arch-" προέρχεται από το ελληνικό "ἀρχείον" (arkheion), που αναφέρεται σε ένα δημόσιο ή κρατικό αρχείο.
Συνώνυμα - αρχαιολόγος - διαχειριστής αρχείων
Αντώνυμα - καταστροφέας (σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα όπου αφαιρεί πληροφορίες ή έγγραφα) - ανεπίσημος διαχειριστής πληροφοριών
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με τη λέξη "archivist," την σημασία της, πώς χρησιμοποιείται και άλλα συναφή στοιχεία.