Μέρος του λόγου: - Ουσιαστικό (noun)
Φωνητική μεταγραφή: - /ˈɑːrmɪdʒəri/
Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό: - όπλος (σπάνια χρήση) - οπλισμένος
Σημασία της λέξης: - Η λέξη "armigeri" αναφέρεται σε άτομο που φέρει ή χρησιμοποιεί όπλα ή έναν τύπο στρατιώτη. Στον μεσαίωνα, συχνά αναφερόταν σε έναν φρουρό ή σε κάποιον που είχε χορηγηθεί το δικαίωμα να φέρει όπλα, κυρίως στην Ευρώπη. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε ιστορικά και στρατιωτικά πλαίσια. Εν γένει, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. The armigeri were essential to the defense of the castle. - Οι οπλισμένοι ήταν απαραίτητοι για την άμυνα του κάστρου.
Κάθε οπλισμένος εκπαιδεύτηκε να χειρίζεται διάφορους τύπους όπλων.
In medieval times, armigeri played a crucial role in battles.
Ιδιωματικές εκφράσεις: Η λέξη "armigeri" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά αναφέρεται σε στρατιωτικά πλαίσια που μπορούν να είναι σχετικές με μάχες και άμυνες.
"Ο βασιλιάς βασιζόταν στους οπλισμένους του για να προστατεύσουν τη βασιλεία."
"The nobleman had a retinue of armigeri at his side."
"Ο ευγενής είχε ένα σύνολο οπλισμένων στο πλευρό του."
"Every armigeri was honored for their bravery during the siege."
Ετυμολογία: Η λέξη "armigeri" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "armiger", που σημαίνει "αυτός που φέρει όπλα" (armus = όπλο, -ger = φέρων).
Συνώνυμα και Αντώνυμα: - Συνώνυμα: - πολεμιστής (warrior) - οπλίτης (soldier)