Aromorph είναι ουσιαστικό.
/ˈærəˌmɔrf/
Το aromorph αναφέρεται σε μια δομή ή μορφή που έχει σχέσεις με ευχάριστες ή χαρακτηριστικές οσμές. Στην επιστήμη της βιολογίας και της χημείας, ορίζεται ως μια μορφή που περιέχει ή παράγει αρωματικές ενώσεις. Δεδομένου ότι είναι μια σχετικά σπάνια λέξη, η χρήση του είναι κυρίως στον επιστημονικό και ακαδημαϊκό λόγο παρά στον καθημερινό.
Η λέξη aromorph χρησιμοποιείται σπάνια και κυρίως σε ακαδημαϊκά κείμενα, με περιορισμένη συχνότητα στο γραπτό λόγο. Δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο.
Ο ερευνητής ανακάλυψε μια αρωμομορφή στα δείγματα που ήταν από την τοπική χλωρίδα.
An interesting aromorph was identified in the study of volatile compounds.
Μια ενδιαφέρουσα αρωμομορφή αναγνωρίστηκε στη μελέτη των πτητικών ενώσεων.
The concept of aromorph plays a significant role in understanding botanical scents.
Η λέξη aromorph δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις λόγω της σπανιότητάς της. Ωστόσο, αν εξετάσουμε σχετικές έννοιες που αφορούν την αρωματικότητα, μπορούμε να δημιουργήσουμε παραδείγματα βασισμένα σε παρόμοιες έννοιες:
Οι αρωματικές ουσίες ξυπνούν μνήμες; Οι αρωμομορφές κάνουν το ίδιο στα φυτά.
Every aromorph tells a story about its environment.
Κάθε αρωμομορφή διηγείται μια ιστορία για το περιβάλλον της.
Research on aromorphs can lead to breakthroughs in fragrance technology.
Η λέξη aromorph προέρχεται από τις λέξεις "aroma" (άρωμα) και "morph" (μορφή), υποδεικνύοντας μια μορφή ή δομή που σχετίζεται με αρώματα.
Συνώνυμα: - Aromatic compound (Αρωματική ένωση) - Scented structure (Αρωματική δομή)
Αντώνυμα: - Odorless (Άοσμος) - Unscented (Χωρίς άρωμα)
Αυτή είναι μια πλήρης ανάλυση της λέξης "aromorph".