Arteriolar είναι επίθετο.
[ˌɑːrtɪˈoʊlər]
Η λέξη "arteriolar" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με τα αρτηρίδια, δηλαδή τις μικρές αρτηρίες που διαιρούνται από τις μεγαλύτερες αρτηρίες και προμηθεύουν αίμα σε μικρότερα αγγεία και όργανα. Χρησιμοποιείται κυρίως στη ιατρική και την ανατομία. Είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε επιστημονικά κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο.
Η αρτηριοειδής αντίσταση είναι ένας κρίσιμος παράγοντας στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης.
Changes in arteriolar blood flow can affect organ perfusion.
Οι αλλαγές στη ροή του αίματος στα αρτηρίδια μπορούν να επηρεάσουν τη perfusion (παροχή αίματος) των οργάνων.
Arteriolar constriction is a response to cold temperatures.
Η λέξη "arteriolar" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε πιο τεχνικές φράσεις ιατρικού ή βιολογικού περιεχομένου.
Η κατανόηση της αρτηριοειδούς δυναμικής είναι κρίσιμη για την καρδιοαγγειακή υγεία.
The study focused on arteriolar remodeling in diabetic patients.
Η μελέτη επικεντρώθηκε στην αρτηριοειδή αναδόμηση σε διαβητικούς ασθενείς.
Increased arteriolar permeability is observed in inflammatory conditions.
Η λέξη "arteriolar" προέρχεται από την αγγλική λέξη "arteriole", που σημαίνει "μικρή αρτηρία", σε συνδυασμό με το κατάληξη -ar που χρησιμοποιείται για να δηλώσει σχέση ή χαρακτήρα.
Συνώνυμα: - Arteriolar μπορεί να παραλληλιστεί με τον όρο "capillary" (εφόσον αναφέρεται στα μικρότερα αιμοφόρα αγγεία).
Αντώνυμα: - Venous (φλευρικός), αναφερόμενος στις φλέβες που μεταφέρουν αίμα πίσω στην καρδιά.