Ουσιαστικό
/ɑːrˈθraɪtɪs/
Η λέξη "arthritis" αναφέρεται σε μια ομάδα παθήσεων που σχετίζονται με φλεγμονή των αρθρώσεων, που προκαλούν πόνο, πρήξιμο και περιορισμένη κινητικότητα. Η αρθρίτιδα μπορεί να είναι χρόνια ή οξεία και περιλαμβάνει διάφορους τύπους, όπως είναι η οστεοαρθρίτιδα και η ρευματοειδής αρθρίτιδα. Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο σε ιατρικά κείμενα όσο και στην καθημερινή γλώσσα, αν και μπορεί να είναι πιο διαδεδομένη στο γραπτό λόγο, ειδικά σε ιατρικά ή επιστημονικά περιβάλλοντα.
The doctor diagnosed her with arthritis.
Ο γιατρός την διαγνώστηκε με αρθρίτιδα.
Living with arthritis can be challenging.
Η ζωή με αρθρίτιδα μπορεί να είναι προκλητική.
There are many treatments available for arthritis.
Υπάρχουν πολλές θεραπείες διαθέσιμες για την αρθρίτιδα.
Η λέξη "arthritis" δεν χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά, ωστόσο, σχετικές προτάσεις μπορούν να ενσωματωθούν στην καθημερινή γλώσσα.
Dealing with arthritis can take a toll on one's mental health.
Η αντιμετώπιση της αρθρίτιδας μπορεί να έχει επιπτώσεις στην ψυχική υγεία κάποιου.
She manages her arthritis through regular exercise and medication.
Διαχειρίζεται την αρθρίτιδά της μέσω τακτικής άσκησης και φαρμακευτικής αγωγής.
It's important to consult a specialist if you suspect arthritis.
Είναι σημαντικό να συμβουλευτείτε έναν ειδικό αν υποψιάζεστε αρθρίτιδα.
Many people find relief from arthritis symptoms with proper care.
Πολλοί βρίσκουν ανακούφιση από τα συμπτώματα της αρθρίτιδας με τη σωστή φροντίδα.
Η λέξη "arthritis" προέρχεται από την ελληνική λέξη "ἄρθρον" (árthron), που σημαίνει "άρθρωση," και το ελληνικό "ίτις" (itis), που σημαίνει "φλεγμονή." Συνεπώς, η λέξη σημαίνει "φλεγμονή των αρθρώσεων."
Συνώνυμα: - Joint inflammation (φλεγμονή των αρθρώσεων) - Arthralgia (αρθραλγία)
Αντώνυμα: - Health (υγεία) - Wellness (ευεξία)
Αυτή η παρουσίαση καλύπτει τον όρο "arthritis" με λεπτομέρειες και παραδείγματα που μπορούν να προσφέρουν καλύτερη κατανόηση του όρου.