Η λέξη "artifactual" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με τα τεχνουργήματα ή τα αντικείμενα που έχει κατασκευάσει ο άνθρωπος, συχνά σε ένα αρχαιολογικό ή ιστορικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει χαρακτηριστικά ή στοιχεία που προέρχονται από ανθρώπινες παρεμβάσεις ή δημιουργίες, σε αντίθεση με φυσικά αντικείμενα.
Η χρήση της λέξης "artifactual" είναι συχνότερη σε γραπτό κείμενο, κυρίως σε ακαδημαϊκά ή επιστημονικά κείμενα που σχετίζονται με την αρχεία, την ιστορία, την αρχαιολογία και τις κοινωνικές επιστήμες.
Οι αρχαιολόγοι βρήκαν πολλαπλά τεχνητά υπολείμματα στον χώρο ανασκαφής.
Her research focuses on the artifactual evidence from ancient civilizations.
Η έρευνά της επικεντρώνεται στα κατασκευασμένα στοιχεία από αρχαίους πολιτισμούς.
The museum displayed various artifactual items from the medieval period.
Η λέξη "artifactual" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά είναι σημαντική σε ακαδημαϊκά και επιστημονικά συμφραζόμενα. Εδώ είναι μερικές προτάσεις που μπορεί να αναδεικνύουν τη σημασία της σε πιο ειδικές εφαρμογές:
Το τεχνητό αρχείο της ιστορίας μας λέει περισσότερα από ότι θα μπορούσαν τα γραπτά έγγραφα.
Understanding artifactual evidence is crucial for interpreting ancient cultures.
Η κατανόηση των κατασκευασμένων αποδεικτικών στοιχείων είναι κρίσιμη για την ερμηνεία αρχαίων πολιτισμών.
In anthropology, artifactual analysis can reveal social structures of past societies.
Η λέξη "artifactual" προέρχεται από τη λέξη "artifact", που σημαίνει "τεχνούργημα", και το πρόθεμα "-ual", που σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν σχέση ή συσχέτιση. Έτσι, "artifactual" σημαίνει "σχετικός με τα τεχνουργήματα".
Constructed
Αντώνυμα: