Το "asar" είναι ρήμα.
/əˈsɑːr/
Το "asar" αναφέρεται σε μια διαδικασία ή πράξη που σχετίζεται με την προετοιμασία (κυρίως στο πλαίσιο της κουζίνας) και μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς περιγραφή της προετοιμασίας τροφίμων που περιλαμβάνει συγκεκριμένες τεχνικές ή διαδικασίες μαγειρικής. Χρησιμοποιείται κυρίως σε προφορικές ή γραπτές συζητήσεις που αφορούν τη μαγειρική.
Ο σεφ αποφάσισε να ασάρι το αρνί για να ενισχύσει τις γεύσεις του.
Before the guests arrived, she made sure to asar the vegetables perfectly.
Το "asar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη μαγειρική ή προετοιμασία φαγητού, αν και είναι λιγότερο συχνό σε ημερήσιες εκφράσεις.
Ήρθε η ώρα να ασάρω το κοτόπουλο για το οικογενειακό δείπνο.
Don’t forget to asar the spices before adding them to the dish.
Μη ξεχάσεις να ασάρης τα μπαχαρικά πριν τα προσθέσεις στο πιάτο.
He learned how to asar meat properly from his grandmother.
Η λέξη "asar" προέρχεται από ισπανικά, όπου χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία μαγειρέματος συγκεκριμένων τύπων φαγητών, κυρίως κρέατος.
Συνώνυμα: μαγειρεύω, προετοιμάζω
Αντώνυμα: αποφεύγω, καταστρέφω (σε αυτό το πλαίσιο)
Αυτές είναι οι πληροφορίες σχετικά με την λέξη "asar".