Ascending είναι ένα επίθετο (adjective) και μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως μετοχή (participle) του ρήματος "ascend".
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης ascending είναι /əˈsɛndɪŋ/.
Η λέξη ascending σημαίνει την κατεύθυνση που οδηγεί προς τα πάνω ή τη διαδικασία αύξησης ή ανάπτυξης. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάτι που κινείται σε ανώτερες θέσεις ή επίπεδα, καθώς και την αύξηση ενός αριθμού ή μιας ποσότητας.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό πλαίσιο, π.χ. σε επιστημονικά κείμενα, και έχει μέτρια έως υψηλή συχνότητα χρήσης σε προφορικό λόγο.
Οι σκάλες ανέρχονται στον δεύτερο όροφο.
The temperatures are ascending as summer approaches.
Η λέξη ascending χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Πολλοί νέοι επαγγελματίες είναι πρόθυμοι να ξεκινήσουν την ανύψωση στην εταιρική ιεραρχία.
Ascending to new heights
Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς, επιτέλους ανυψώνεται σε νέα ύψη στην καριέρα της.
Ascending order
Η λέξη ascending προέρχεται από το λατινικό "ascendere", που σημαίνει "να ανυψώνω" ή "να κερδίζω ύψος", που προέρχεται από το "ad-" (προς) και "scandere" (να ανεβαίνω).
Συνώνυμα: - Rising - Climbing - Increasing
Αντώνυμα: - Descending - Diminishing - Reducing
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης ascending, της σημασίας της και των χρήσεών της στην αγγλική γλώσσα.