ash-pot: Substantive (ουσιαστικό)
/æʃ pɒt/
Το ash-pot αναφέρεται σε ένα δοχείο ή ένα ομοίωμα που χρησιμοποιείται για τη συλλογή στάχτης, κυρίως από το κάψιμο ξύλου ή καπνού. Συνήθως βρίσκεται σε σπίτια ή δημόσιους χώρους και μπορεί να έχει σχεδιασμό που το καθιστά εποχιακό ή διακοσμητικό.
Στην αγγλική γλώσσα, το ash-pot χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό και επίσημο πλαίσιο και όχι τόσο στον προφορικό λόγο, καθώς δεν είναι πολύ συνηθισμένο αντικείμενο στην καθημερινότητα.
He placed the ashes in the ash-pot after the fire was extinguished.
(Έβαλε τις στάχτες στο δοχείο στάχτης αφού η φωτιά σβήστηκε.)
The old ash-pot in the fireplace was a family heirloom.
(Το παλιό δοχείο στάχτης στο τζάκι ήταν ένα οικογενειακό κειμήλιο.)
After the barbecue, we emptied the ash-pot to make room for the next event.
(Μετά το μπάρμπεκιου, αδειάσαμε το δοχείο στάχτης για να κάνουμε χώρο για την επόμενη εκδήλωση.)
Το ash-pot δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να συνδεθεί με εκφράσεις που σχετίζονται με τις στάχτες, όπως:
"Out of the ashes" - This phrase refers to something emerging from a difficult situation.
(Αυτή η φράση αναφέρεται σε κάτι που προ emerges από μια δύσκολη κατάσταση.)
"Ashes to ashes, dust to dust" - This expression reflects the cycle of life and death.
(Αυτή η έκφραση αντικατοπτρίζει τον κύκλο της ζωής και του θανάτου.)
"Falling into ashes" - This indicates something that has been destroyed or failed.
(Αυτό υποδεικνύει κάτι που έχει καταστραφεί ή αποτύχει.)
Η λέξη ash-pot προέρχεται από την αγγλική γλώσσα: - ash: προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη æsce, που σημαίνει στάχτη. - pot: προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη pot, που σημαίνει δοχείο.
Συνώνυμα: - Βάζο στάχτης - Δοχείο καπνού
Αντώνυμα: - Δοχείο ανακύκλωσης (για υλικά που δεν είναι στάχτες)
Αυτή είναι η ανάλυση της λέξης ash-pot.