Το "ashless fuel" είναι σύνθετη φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈæʃləs fjuəl/
Το "ashless fuel" αναφέρεται σε καύσιμα που είτε κατά τη διαδικασία της καύσης τους δεν παράγουν τέφρα είτε είναι σχεδιασμένα να έχουν ελάχιστη ή καθόλου τέφρα. Είναι πηγή ενέργειας που ιδανικά δεν αφήνει κατάλοιπα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις μηχανές ή το περιβάλλον.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα, που σχετίζονται με τον τομέα της ενέργειας και των καυσίμων.
Συχνότητα χρήσης: Η φράση "ashless fuel" χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε επιστημονικές μελέτες ή τεχνικές αναφορές, παρά στην καθημερινή προφορική γλώσσα.
"Η χρήση καυσίμου χωρίς τέφρα μπορεί να μειώσει σημαντικά τη φθορά της μηχανής."
"Research into ashless fuel alternatives is gaining momentum."
"Η έρευνα για εναλλακτικές μορφές καυσίμου χωρίς τέφρα κερδίζει έδαφος."
"Manufacturers are now focusing on developing ashless fuel for better environmental performance."
Η φράση "ashless fuel" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιαίτερων ιδιωματικών εκφράσεων, όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τεχνικά συμφραζόμενα, όπως:
"Η μετάβαση σε καύσιμο χωρίς τέφρα είναι μια έξυπνη κίνηση για εξοικονόμηση συντήρησης μακροχρόνια."
"Using ashless fuel in engines can lead to a cleaner operation overall."
"Η χρήση καυσίμου χωρίς τέφρα σε μηχανές μπορεί να οδηγήσει σε καθαρότερη λειτουργία συνολικά."
"Adopting ashless fuel technologies is essential for sustainable energy solutions."
"Η υιοθέτηση τεχνολογιών καυσίμου χωρίς τέφρα είναι απαραίτητη για βιώσιμες λύσεις ενέργειας."
"The benefits of ashless fuel are clear in reducing carbon footprints."
"Τα οφέλη του καυσίμου χωρίς τέφρα είναι ξεκάθαρα στη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα."
"Many industries are looking to ashless fuel options to improve efficiency."
"Πολλές βιομηχανίες αναζητούν επιλογές καυσίμου χωρίς τέφρα για να βελτιώσουν την αποδοτικότητα."
"Innovations in ashless fuel technology could revolutionize transportation."
Η λέξη "ashless" προέρχεται από τον αγγλικό όρο "ash" (τέφρα) συν την πρόθεση "less", η οποία υποδηλώνει την έλλειψη ή την απουσία. Ο όρος "fuel" προκύπτει από τη λατινική λέξη "fuelem", που αναφέρεται σε πηγή ενέργειας.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη επεξήγηση της φράσης "ashless fuel".