ashling - Ουσιαστικό.
/ˈæʃ.lɪŋ/
Η λέξη "ashling" είναι μια σπάνια και λιγότερο γνωστή λέξη που προέρχεται από τις ιρλανδικές παραδόσεις και σημαίνει "όραμα" ή "φαντασία". Χρησιμοποιείται κυρίως στον ποιητικό και εμφατικό λόγο για να περιγράψει μια αναφορά ή ένα όραμα που είναι ελπιδοφόρο.
Η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, κυρίως σε λογοτεχνικά κείμενα και ποίηση, παρά στην καθημερινή συνομιλία.
Το ποίημα περιγράφει ένα όραμα που συμβολίζει την ελπίδα και την ομορφιά στον κόσμο.
She shared her ashling with the group, inspiring everyone to pursue their dreams.
Αν και η λέξη "ashling" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο δημιουργικούς και ποιητικούς τρόπους για να προκαλέσει μια αίσθηση οραματισμού:
Κυνηγώντας ένα όραμα μπορεί να οδηγήσει σε απροσδόκητα ταξίδια στη ζωή.
Her life felt like a series of ashling moments that shaped her destiny.
Η ζωή της φάνταζε σαν μια σειρά από οράματα που καθόρισαν τη μοίρα της.
Each ashling she experienced brought her closer to understanding herself.
Η λέξη "ashling" προέρχεται από την ιρλανδική γλώσσα, και μπορεί να συνδέεται με τη λέξη "aisling", που σημαίνει "όραμα" ή "φαντασία". Χρησιμοποιείται κυρίως στη ιρλανδική λογοτεχνία και κοινωνία, ειδικά σε ποιητικές μορφές.
Συνώνυμα: όραμα, φαντασία, ονειροπόληση
Αντώνυμα: πραγματικότητα, πραγματικός κόσμος, συμβατικότητα