Asparagine είναι ουσιαστικό.
/æsˈpærəˌdʒin/
Η ασπαραγίνη είναι ένα αμινοξύ που παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και λειτουργία των πρωτεϊνών. Είναι ένα από τα 20 αμινοξέα που είναι δομικά στοιχεία των πρωτεϊνών. Στη βιοχημεία, η ασπαραγίνη αναφέρεται κυρίως στη συμβατική της μορφή, όταν συμμετέχει σε πολλές μεταβολικές διαδικασίες. Στη γλώσσα των φυσικών επιστημών, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τις χημικές αντιδράσεις που σχετίζονται με τη βιογενέση των πρωτεϊνών.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικό και ακαδημαϊκό πλαίσιο, όπως σε βιολογία και βιοχημεία. Δεν είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο εκτός αν αφορά το συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο.
Η ασπαραγίνη είναι ένα από τα 20 αμινοξέα που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή πρωτεϊνών.
Researchers discovered new functions of asparagine in cellular metabolism.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν νέες λειτουργίες της ασπαραγίνης στο κυτταρικό μεταβολισμό.
The presence of asparagine can affect the flavor of certain foods.
Η λέξη "asparagine" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά. Ωστόσο, μπορεί να συνδεθεί με συγκεκριμένες επιστημονικές φράσεις ή όρους:
Στη μοριακή βιολογία, η ασπαραγίνη παίζει έναν κρίσιμο ρόλο.
"Deficiency of asparagine can lead to serious health issues."
Η ανεπάρκεια ασπαραγίνης μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας.
"The study focused on the metabolism of asparagine in plants."
Η λέξη "asparagine" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "asparagine," που είναι παράγωγο του "asperagus," λόγω της αρχικής απομόνωσής της από το σπαράγγι.
Συνώνυμα: - βιολογικά αμινοξέα (γενικά), - πρωτεϊνικά στοιχεία
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για τη συγκεκριμένη λέξη, καθώς αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο αμινοξύ χωρίς αντίθετο αντίκτυπο.
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "asparagine" και της χρήσης της στη γλώσσα των φυσικών επιστημών.