Υποκείμενο: Ουσιαστικό
/ˈæsfɔlt ˈmæstɪk/
Το "asphalt mastic" αναφέρεται σε ένα υλικό που αποτελείται από ασφαλτικό υλικό και άλλες πρόσθετες ουσίες, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως ως υλικό επισκευής ή πλήρωσης. Είναι γνωστό για την αντοχή του και την ικανότητά του να σφραγίζει ρωγμές και οπές σε επιφάνειες όπως δρόμοι και στέγες. Χρησιμοποιείται ευρέως στην κατασκευή και τη συντήρηση δρόμων και υποδομών.
Αυτή η φράση εμφανίζεται συχνά σε τεχνικά και επαγγελματικά συμφραζόμενα, κυρίως σε γραπτό λόγο και σε εξειδικευμένες αναφορές στους τομείς της κατασκευής και της μηχανικής.
Ο εργολάβος εφαρμοσε μαστίχη ασφάλτου για να επισκευάσει τις ρωγμές στην επιφάνεια του δρόμου.
Asphalt mastic is essential for waterproofing flat roofs.
Η μαστίχη ασφάλτου είναι απαραίτητη για την αδιαβροχοποίηση επίπεδων στεγών.
The use of asphalt mastic can extend the lifespan of road surfaces.
Η λέξη "asphalt mastic" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά παρακάτω παρατίθενται αρκετές τεχνικές εκφράσεις και προτάσεις που σχετίζονται με αυτήν:
"Ο διάδρομος σφραγίστηκε με μαστίχη ασφάλτου για να αποτραπεί η ζημιά από το νερό."
"Using asphalt mastic for joint sealing can reduce maintenance costs."
"Η χρήση μαστίχης ασφάλτου για τη σφράγιση αρμών μπορεί να μειώσει τα κόστη συντήρησης."
"When applying asphalt mastic, ensure the surface is clean and dry."
"Όταν εφαρμόζετε μαστίχη ασφάλτου, βεβαιωθείτε ότι η επιφάνεια είναι καθαρή και στεγνή."
"Asphalt mastic provides a flexible solution for uneven surfaces."
Η λέξη "asphalt" προέρχεται από το ελληνικό "ἀσφαλτός" (asphaltos) που σημαίνει "ασφαλτική ύλη". Ο όρος "mastic" προέρχεται από το λατινικό "masticare", που σημαίνει "να μάσησε". Ο συνδυασμός των δύο είναι χαρακτηριστικός για το ασφαλτικό κατεργασμένο υλικό που χρησιμοποιείται στις βασικές κατασκευές.
Συνώνυμα: - Asphalt sealant - Asphalt compound - Bituminous mastic
Αντώνυμα: - Non-asphalt adhesive - Water-based sealant
Αυτή η πληροφορία παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα του "asphalt mastic" και των χρήσεών του στην αγγλική γλώσσα.