"aspic" είναι ουσιαστικό.
/ˈæspɪk/
Το "aspic" αναφέρεται σε ένα πιάτο που αποτελείται από κρέας ή λαχανικά που είναι καλυμμένα με ζελετοποιημένη σάλτσα (φτιαγμένη από ζωμό ή χυμό) και καταψύχεται για να σταθεροποιηθεί. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιείται συχνά για την παρουσίαση διαφόρων γαστρονομικών δημιουργιών. Η χρήση του "aspic" συναντάται περισσότερο σε γαστρονομικό και ρεστοράν περιβάλλον, αλλά μπορεί να βρεθεί και σε συζητήσεις για τη μαγειρική. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
The chef made an elegant aspic for the dinner party.
Ο σεφ δημιούργησε έναν κομψό ζελέ για το δείπνο.
She served the aspic with a side of fresh salad.
Σερβίρισε το ζελέ με μια πλευρά φρέσκιας σαλάτας.
Aspic can be made from various types of meat and vegetables.
Ο ζελέ μπορεί να φτιαχτεί από διάφορους τύπους κρέατος και λαχανικών.
Δεν υπάρχουν κοινώς χρησιμοποιούμενες ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν τη λέξη "aspic", καθώς είναι περισσότερο ένας γαστρονομικός όρος. Ωστόσο, σε γαστρονομικά συμφραζόμενα, η λέξη μπορεί να εμφανιστεί σε παρακάτω προτάσεις.
The dish looked visually stunning, layered in its aspic layer.
Το πιάτο φαινόταν οπτικά εντυπωσιακό, με τις στρώσεις του σε ζελέ.
He enjoyed experimenting with aspic recipes that varied in ingredients.
Του άρεσε να πειραματίζεται με συνταγές ζελέ που ποικίλλουν σε συστατικά.
Aspic is often used in gourmet presentations in fancy restaurants.
Ο ζελέ χρησιμοποιείται συχνά σε γκουρμέ παρουσιάσεις σε ψαγμένα εστιατόρια.
Η λέξη "aspic" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "aspic", η οποία αναφέρεται σε ζελέ και συνδέεται με τη λέξη "aspe" (σημαίνει φίδι) λόγω της χαρακτηριστικής μορφής του ζελέ που μπορεί να θυμίζει τη μορφή ενός φίδι.
Συνώνυμα:
- gelée
- jelly
- panna
Αντώνυμα:
- solid (στερεό)
- solid food (στερεά τροφή)
- non-gelled (μη ζελετοποιημένο)