Assay είναι ρήμα.
/əˈseɪ/
Η λέξη "assay" χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της χημείας και της βιολογίας και αναφέρεται στη διαδικασία ανάλυσης ενός υλικού για να καθοριστεί η σύνθεση, η ποιότητα ή η ποσότητα ενός συστατικού. Χρησιμοποιείται συχνά και στη διαδικασία αξιολόγησης χαρακτηριστικών ή ιδιοτήτων ενός αντικειμένου ή μιας κατάστασης.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, πιο συχνά σε επιστημονικά ή τεχνικά πλαίσια.
Το εργαστήριο πραγματοποίησε μια δοκιμή για να καθορίσει την καθαρότητα του δείγματος χρυσού.
Scientists often assay soil samples to check for contamination.
Οι επιστήμονες συχνά αναλύουν δείγματα εδάφους για να ελέγξουν για ρύπανση.
The assay results showed that the drug was effective in small doses.
Η λέξη "assay" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως υπάρχουν μερικές σύνθετες φράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της δοκιμής ή ανάλυσης:
Η φράση αυτή χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την εκτίμηση μιας κατάστασης προτού ληφθούν αποφάσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, σημαίνει να αξιολογήσεις τους κινδύνους που σχετίζονται με μια οικονομική απόφαση.
Εδώ σημαίνει να εξετάσεις τις διαθέσιμες επιλογές πριν από μια απόφαση.
Η λέξη "assay" προέρχεται από το λατινικό "exagiare", που σημαίνει "να εκτιμήσεις" ή "να ζυγίσεις". Η χρήση της στον τομέα των επιστημών καθιερώθηκε τον μεσαίωνα.
Συνώνυμα: - Evaluation - Analysis - Test
Αντώνυμα: - Ignore - Neglect - Overlook
Αυτή είναι η ολοκληρωμένη περιγραφή της λέξης "assay" με όλες τις σχετικές πληροφορίες.