Ουσιαστικό
/əˈsɛm.bli saɪts/
Ο όρος "assembly sites" αναφέρεται σε συγκεκριμένες υποδομές ή περιοχές όπου πραγματοποιούνται διαδικασίες συγκέντρωσης, συναρμολόγησης ή παραγγελίας. Αυτοί οι χώροι μπορεί να περιλαμβάνουν εργοστάσια, αποθήκες ή άλλες εγκαταστάσεις όπου διάφορα κομμάτια ή εξαρτήματα συνδυάζονται για να δημιουργήσουν ένα ολοκληρωμένο προϊόν.
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε βιομηχανικά ή επιχειρηματικά πλαίσια. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, όπως σε επαγγελματικά κείμενα ή καταλόγους, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις ειδικά σε επαγγελματικά περιβάλλοντα.
Η εταιρεία έχει πολλούς τόπους συγκέντρωσης για να βελτιώσει τη διαδικασία παραγωγής της.
The assembly sites are located strategically to minimize transportation costs.
Ο όρος "assembly" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
The factory operates on an assembly line to produce cars.
Field assembly
Refers to assembling equipment or structures at the location where they are used, rather than in a factory.
The team is responsible for field assembly of the new radar systems.
Assembly required
Indicates that a product needs to be assembled after initial purchase.
Η λέξη "assembly" προέρχεται από τη λατινική λέξη "assimulare", που σημαίνει "να συγκεντρώνω, να μαζεύω" και εισήχθη στην αγγλική γλώσσα μέσω της γαλλικής λέξης "assembler".
Συνώνυμα: - Gathering places - Meeting points - Production facilities
Αντώνυμα: - Dispersal sites - Separation areas - Distribution centers