Ίδιος: Επίθετο
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /əˈsɪməˌleɪtəri/
Η λέξη "assimilatory" αναφέρεται σε κάτι που έχει σχέση με την αφομοίωση ή την ενσωμάτωσή του σε ένα όλο, είτε πρόκειται για πληροφορίες, πολιτισμούς ή στοιχεία. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει διαδικασίες ή στρατηγικές που αποσκοπούν στην αφομοίωση ή την αποδοχή διαφορετικών στοιχείων. Αν και δεν είναι καθημερινή λέξη, χρησιμοποιείται με περισσότερη συχνότητα σε ακαδημαϊκά ή γραπτά συμφραζόμενα, παρά σε προφορικούς λόγους.
Οι αφομοιωτικές διαδικασίες στον πολιτισμό μπορούν να οδηγήσουν σε μια σύνθεση παραδόσεων.
In education, assimilatory techniques help students grasp new concepts better.
Στην εκπαίδευση, αφομοιωτικές τεχνικές βοηθούν τους μαθητές να κατανοούν καλύτερα νέες έννοιες.
The assimilatory nature of language learning can enhance communication skills.
Η λέξη "assimilatory" δεν εμφανίζεται συχνά σε κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμπλέκεται σε φράσεις που αναφέρονται σε διαδικασίες αφομοίωσης σε διάφορους τομείς όπως η γλώσσα και η κοινωνία.
Το αφομοιωτικό κύμα των μεταναστών έφερε νέες πολιτιστικές πρακτικές στην πόλη.
Many nations adopt an assimilatory approach to integrate diverse populations.
Πολλές χώρες υιοθετούν μια αφομοιωτική προσέγγιση για να ενσωματώσουν ποικιλόμορφους πληθυσμούς.
Education systems often use assimilatory methods to prepare students for global citizenship.
Η λέξη "assimilatory" προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "assimilare", που σημαίνει «να κάνεις ομότριο» ή «να ενσωματώνεις», και συνδέεται με το λατινικό "assimilare".
Συνώνυμα: - Εναρμονιστικός - Αφομοιωτικός
Αντώνυμα: - Διαχωριστικός - Ξεκάθαρος (σε αντίθεση με τη διαδικασία αφομοίωσης)