Επίθετο (Adjective)
/əˈsoʊʃəbl/
Η λέξη "associable" αναφέρεται σε άτομα που είναι φιλικά και πρόθυμα να κοινωνικοποιηθούν ή να συνεργαστούν με άλλους. Χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει άτομα που είναι εύκολα προσιτά και ανοιχτά σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη "associable" είναι σχετικά λιγότερο συχνά χρησιμοποιούμενη από άλλες λέξεις όπως "friendly" ή "sociable". Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο και λιγότερο σε προφορικές συζητήσεις.
She is an associable person who makes friends easily.
Αυτή είναι μια κοινωνική προσωπικότητα που κάνει φίλους εύκολα.
In our team, we value associable individuals who contribute to a positive work environment.
Στην ομάδα μας, εκτιμούμε τα κοινωνικά άτομα που συμβάλλουν σε ένα θετικό εργασιακό περιβάλλον.
His associable nature helped create strong bonds among classmates.
Η κοινωνική του φύση βοήθησε στο να δημιουργηθούν ισχυροί δεσμοί μεταξύ των συμμαθητών.
Η λέξη "associable" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδεθεί με φράσεις που περιγράφουν κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που απεικονίζουν τη χρήση της:
Being associable can open many doors in your career.
Η κοινωνικότητα μπορεί να ανοίξει πολλές πόρτες στην καριέρα σου.
An associable personality can turn a dull party into a lively gathering.
Μια κοινωνική προσωπικότητα μπορεί να μετατρέψει ένα βαρετό πάρτι σε μια ζωντανή συγκέντρωση.
In the workplace, being associable often leads to better teamwork.
Στον εργασιακό χώρο, η κοινωνικότητα συχνά οδηγεί σε καλύτερη συνεργασία.
Associable people tend to have larger social networks.
Τα κοινωνικά άτομα τείνουν να έχουν μεγαλύτερα κοινωνικά δίκτυα.
Η λέξη "associable" προέρχεται από τη λέξη "associate," που προέρχεται από το λατινικό "associatus," που σημαίνει "συνεργάτης," και το πρόθεμα "a-" από το λατινικό "ad," που σημαίνει "προς." Η ανάπτυξή της υποδεικνύει την ποιότητα του να μπορείς να συνεργάζεσαι ή να συνδέεσαι με άλλους.
Συνώνυμα: - κοινωνικός (sociable) - φιλικός (friendly) - επικοινωνιακός (gregarious)
Αντώνυμα: - απομονωμένος (unsociable) - απομακρυσμένος (aloof) - κλειστός (reserved)