Η λέξη "asst." είναι μια συντομογραφία για την αγγλική λέξη "assistant" (βοηθός). Έτσι, το κυριότερο μέρος του λόγου είναι ουσιαστικό.
/əˈsɪstənt/
Η λέξη "asst." ή "assistant" αναφέρεται σε κάποιον που παρέχει βοήθεια ή υποστήριξη σε κάποιον άλλο, συχνά σε επαγγελματικό περιβάλλον. Χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο, όπως σε βιογραφικά σημειώματα ή σε επαγγελματικά έγγραφα, και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Δουλεύει ως βοηθός στο τμήμα μάρκετινγκ.
The teacher asked her asst. to prepare the materials for the class.
Ο δάσκαλος ζήτησε από τον βοηθό της να ετοιμάσει τα υλικά για την τάξη.
My asst. will handle the scheduling for our meetings.
Η λέξη "assistant" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με την εργασία και τη βοήθεια. Ακολουθούν μερικές:
Είναι ο δεξί μου βοηθός σε αυτό το έργο.
Executive assistant: The executive assistant managed all of the CEO's appointments.
Ο καθημερινός βοηθός διαχειρίστηκε όλες τις ραντεβού του διευθύνοντος συμβούλου.
Personal assistant: My personal assistant handles my emails and calls.
Ο προσωπικός βοηθός μου διαχειρίζεται τα email και τις κλήσεις μου.
Research assistant: She works as a research assistant at the university.
Δουλεύει ως βοηθός έρευνας στο πανεπιστήμιο.
Teaching assistant: The teaching assistant helped the students with their assignments.
Η λέξη "assistant" προέρχεται από το γαλλικό "assistant", το οποίο έχει τις ρίζες του στο λατινικό "assistere", που σημαίνει "να στέκεται κοντά" ή "να υποστηρίζει".
Συνώνυμα: - Helper - Aide - Supporter
Αντώνυμα: - Supervisor - Manager - Leader