Assuredness είναι ένα ουσιαστικό.
/əˈʃʊrdnəs/
Η λέξη assuredness αναφέρεται στην κατάσταση του να είναι κανείς σίγουρος ή βέβαιος για κάτι. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την αυτοπεποίθηση που έχει κάποιος για τις ικανότητες, τις γνώσεις ή τις αποφάσεις του. Σε γενικές γραμμές, η λέξη χρησιμοποιείται και στους δύο τύπους λόγου, αλλά μπορεί να εντοπιστεί πιο συχνά σε γραπτά κείμενα που ασχολούνται με ψυχολογία, φιλοσοφία ή προσωπική ανάπτυξη.
Her assuredness during the presentation impressed everyone.
Η σιγουριά της κατά την παρουσίαση εντυπωσίασε όλους.
The assuredness he displayed made a significant impact on the interview panel.
Η αυτοπεποίθηση που επέδειξε είχε σημαντική επιρροή στην επιτροπή συνέντευξης.
With time, her assuredness in public speaking grew stronger.
Με τον καιρό, η αυτοπεποίθησή της στον δημόσιο λόγο δυνάμωσε.
H λέξη assuredness χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με κάποιες φράσεις που σχετίζονται με την αυτοπεποίθηση και την αποδοχή.
"Her assuredness in her decisions gave her an edge in her career."
Η σιγουριά της στις αποφάσεις της της έδωσε πλεονέκτημα στην καριέρα της.
"The assuredness with which he speaks conveys his expertise."
Η σιγουριά με την οποία μιλάει επικοινωνεί την εξειδίκευσή του.
"Assuredness is key to convincing others of your ideas."
Η σιγουριά είναι το κλειδί για να πείσεις τους άλλους για τις ιδέες σου.
"With a sense of assuredness, she tackled the challenges ahead."
Με μια αίσθηση σιγουριάς, αντιμετώπισε τις προκλήσεις που είχαν μπροστά της.
Η λέξη assuredness προέρχεται από το επίθετο assured, το οποίο σημαίνει "σίγουρος" ή "βεβαιωμένος", και το επίθημα -ness, που δηλώνει την κατάσταση του να είναι κανείς σε αυτή την κατάσταση.
Συνώνυμα: - Certainty (βεβαιότητα) - Confidence (αυτοπεποίθηση) - Assurance (διαβεβαίωση)
Αντώνυμα: - Uncertainty (αβεβαιότητα) - Doubt (αμφιβολία) - Insecurity (ανασφάλεια)