Ο όρος "asymptotic value" χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˌæ.sɪmˈtoʊ.tɪk ˈvæljuː/
Ο όρος "asymptotic value" αναφέρεται σε μια προσέγγιση που χρησιμοποιείται συνήθως στα μαθηματικά και τη θεωρία των αριθμών, όπου περιγράφει την τιμή που πλησιάζει μια συνάρτηση καθώς το όριό της τείνει στο άπειρο. Δηλαδή, περιγράφει την συμπεριφορά των συναρτήσεων για πολύ μεγάλες τιμές του ανεξάρτητου μεταβλητού.
Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικό και μαθηματικό πλαίσιο. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλότερη σε γραπτό λόγο, όπως σε ακαδημαϊκά άρθρα ή βιβλία που σχετίζονται με τη μαθηματική ανάλυση, την θεωρία υπολογισμού ή στατιστική.
The asymptotic value of the function approaches zero as x increases.
(Η ασυμπτωτική τιμή της συνάρτησης πλησιάζει το μηδέν καθώς το x αυξάνεται.)
In statistical analysis, finding the asymptotic value can help simplify complex problems.
(Στην στατιστική ανάλυση, η εύρεση της ασυμπτωτικής τιμής μπορεί να βοηθήσει στην απλοποίηση σύνθετων προβλημάτων.)
Researchers often calculate the asymptotic value to understand the long-term behavior of a model.
(Οι ερευνητές συχνά υπολογίζουν την ασυμπτωτική τιμή για να κατανοήσουν τη μακροχρόνια συμπεριφορά ενός μοντέλου.)
Ο όρος "asymptotic value" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί σε διάφορες μαθηματικές και στατιστικές προτάσεις.
As x approaches infinity, the asymptotic value becomes more significant in analysis.
(Καθώς το x πλησιάζει το άπειρο, η ασυμπτωτική τιμή γίνεται πιο σημαντική στην ανάλυση.)
Understanding the asymptotic value allows for better predictions in statistical modeling.
(Η κατανόηση της ασυμπτωτικής τιμής επιτρέπει καλύτερες προβλέψεις στο στατιστικό μοντέλο.)
The asymptotic value reflects the efficiency of an algorithm in computational mathematics.
(Η ασυμπτωτική τιμή αντικατοπτρίζει την αποδοτικότητα ενός αλγόριθμου στη υπολογιστική μαθηματική.)
Η λέξη "asymptotic" προέρχεται από το ελληνικό "ἀσύμπτωτος", που σημαίνει "χωρίς σύγκλιση" ή "που δεν συναντά". Ο όρος "value" προέρχεται από το λατινικό "valere", που σημαίνει "να είναι ισχυρός ή να έχει αξία".
Συνώνυμα: - Limit value - Boundary value
Αντώνυμα: - Divergent value (τιμή που αποκλίνει) - Non-asymptotic value (μη ασυμπτωτική τιμή)
Η ανάλυση του όρου "asymptotic value" δείχνει τη σημασία του στη μαθηματική ανάλυση και τη θεωρία των συναρτήσεων, και καταδεικνύει τη φυσική του χρήσης σε διάφορους επιστημονικούς τομείς.