Η φράση "at large" λειτουργεί ως επιρρηματική φράση.
/ət lɑrdʒ/
Η φράση "at large" χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσει ότι κάποιος ή κάτι είναι ελεύθερος και δεν έχει συλληφθεί ή περιοριστεί. Χρησιμοποιείται επίσης σε μια πιο μεταφορική έννοια, αναφερόμενη σε γενικές ή ευρείες συνθήκες. Είναι πιο συχνά παρούσα σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται και προφορικά.
The suspect is still at large despite the police efforts.
Ο ύποπτος είναι ακόμη ελεύθερος παρά τις προσπάθειες της αστυνομίας.
The student spoke at large about her research during the presentation.
Η μαθήτρια μίλησε γενικά για την έρευνά της κατά τη διάρκεια της παρουσίασης.
The dangers of pollution are a concern at large in our society.
Οι κίνδυνοι της ρύπανσης είναι ανησυχία γενικά στην κοινωνία μας.
The criminal remains at large, causing fear in the community.
Ο εγκληματίας παραμένει ελεύθερος, προκαλώντας φόβο στην κοινότητα.
Out and about at large
She loves being out and about at large on weekends.
Αυτή αγαπά να κυκλοφορεί ελεύθερα τα σαββατοκύριακα.
Issues at large
Environmental issues at large need our urgent attention.
Τα περιβαλλοντικά ζητήματα γενικά χρειάζονται την επείγουσα προσοχή μας.
The public at large
The report is available to the public at large for transparency.
Η αναφορά είναι διαθέσιμη στο κοινό γενικά για διαφάνεια.
At large and in charge
Η φράση "at large" προέρχεται από την Αγγλική γλώσσα και χρησιμοποιείται ήδη από τον 14ο αιώνα, συνδυάζοντας την προθέση "at" με τη λέξη "large", η οποία αναφέρεται σε κάτι που είναι ευρύ ή ελεύθερο.
Αυτές οι πληροφορίες θα σας βοηθήσουν να κατανοήσετε καλύτερα τη φράση "at large" και τη χρήση της στην αγγλική γλώσσα.