atheistical - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

atheistical (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "atheistical" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με τον αθεϊσμό ή που δεν αναγνωρίζει ή δεν πιστεύει στην ύπαρξη θεών. Χρησιμοποιείται κυρίως σε πιο σοβαρές ή ακαδημαϊκές συζητήσεις και κείμενα που αναφέρονται στη θρησκεία ή στη φιλοσοφία. Η λέξη δεν είναι ιδιαίτερα κοινή στην καθημερινή ομιλία, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε γραπτό λόγο, κυρίως σε θεολογικούς ή φιλοσοφικούς πνευματικούς κύκλους.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Many atheistical philosophers question the existence of a higher power.
  2. Πολλοί αθεϊστές φιλόσοφοι αμφισβητούν την ύπαρξη ανώτερης δύναμης.

  3. The atheistical viewpoint often emphasizes reason over faith.

  4. Η αθεϊστική προοπτική συχνά δίνει έμφαση στη λογική αντί της πίστης.

  5. Atheistical arguments can be found in many modern scientific debates.

  6. Αθεϊστικά επιχειρήματα μπορεί να βρεθούν σε πολλές σύγχρονες επιστημονικές συζητήσεις.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "atheistical" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να εξετάσουμε κάποιες φράσεις που σχετίζονται με τον αθεϊσμό:

  1. "Atheistical stance": She took an atheistical stance in the debate about morality.
  2. Υιοθέτησε μια αθεϊστική στάση στη συζήτηση για την ηθική.

  3. "Atheistical perspective": From an atheistical perspective, the universe can be explained without divine intervention.

  4. Από μια αθεϊστική προοπτική, το σύμπαν μπορεί να εξηγηθεί χωρίς θεϊκή παρέμβαση.

  5. "Atheistical philosophy": His atheistical philosophy shaped his views on ethics and life.

  6. Η αθεϊστική του φιλοσοφία διαμόρφωσε τις απόψεις του για την ηθική και τη ζωή.

  7. "Atheistical beliefs": Many people today hold atheistical beliefs based on scientific evidence.

  8. Πολλοί άνθρωποι σήμερα έχουν αθεϊστικές πεποιθήσεις με βάση επιστημονικά αποδεικτικά στοιχεία.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "atheistical" προέρχεται από το "atheism", που προέρχεται από το ελληνικό "ἄθεος" (átheos), το οποίο σημαίνει "χωρίς θεό". Το πρόθεμα "a-" σημαίνει "χωρίς", ενώ το "theos" σημαίνει "θεός".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



25-07-2024