Η λέξη "atheistical" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με τον αθεϊσμό ή που δεν αναγνωρίζει ή δεν πιστεύει στην ύπαρξη θεών. Χρησιμοποιείται κυρίως σε πιο σοβαρές ή ακαδημαϊκές συζητήσεις και κείμενα που αναφέρονται στη θρησκεία ή στη φιλοσοφία. Η λέξη δεν είναι ιδιαίτερα κοινή στην καθημερινή ομιλία, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε γραπτό λόγο, κυρίως σε θεολογικούς ή φιλοσοφικούς πνευματικούς κύκλους.
Πολλοί αθεϊστές φιλόσοφοι αμφισβητούν την ύπαρξη ανώτερης δύναμης.
The atheistical viewpoint often emphasizes reason over faith.
Η αθεϊστική προοπτική συχνά δίνει έμφαση στη λογική αντί της πίστης.
Atheistical arguments can be found in many modern scientific debates.
Η λέξη "atheistical" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να εξετάσουμε κάποιες φράσεις που σχετίζονται με τον αθεϊσμό:
Υιοθέτησε μια αθεϊστική στάση στη συζήτηση για την ηθική.
"Atheistical perspective": From an atheistical perspective, the universe can be explained without divine intervention.
Από μια αθεϊστική προοπτική, το σύμπαν μπορεί να εξηγηθεί χωρίς θεϊκή παρέμβαση.
"Atheistical philosophy": His atheistical philosophy shaped his views on ethics and life.
Η αθεϊστική του φιλοσοφία διαμόρφωσε τις απόψεις του για την ηθική και τη ζωή.
"Atheistical beliefs": Many people today hold atheistical beliefs based on scientific evidence.
Η λέξη "atheistical" προέρχεται από το "atheism", που προέρχεται από το ελληνικό "ἄθεος" (átheos), το οποίο σημαίνει "χωρίς θεό". Το πρόθεμα "a-" σημαίνει "χωρίς", ενώ το "theos" σημαίνει "θεός".
ανθεϊστικός
Αντώνυμα: