Ρήμα
/əˈteɪn/
Η λέξη "attain" σημαίνει να αποκτήσεις ή να φτάσεις σε κάτι, συνήθως μετά από προσπάθεια ή εργασία. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την επίτευξη στόχων ή την πραγματοποίηση φιλοδοξιών. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί στον προφορικό λόγο.
Δούλεψαν σκληρά για να αποκτήσουν τους στόχους τους.
She was determined to attain a higher level of education.
Ήταν αποφασισμένη να αποκτήσει ανώτερο επίπεδο εκπαίδευσης.
The team aims to attain victory in the championship.
Η λέξη "attain" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την επιτυχία και την επίτευξη στόχων.
Πολλοί επιτυχημένοι ηγέτες έχουν ιστορίες σκληρής δουλειάς για να επιτύχουν τη μεγαλοσύνη.
Attain one's dreams.
Πάντα πίστευε ότι θα μπορούσε να επιτύχει τα όνειρά της κάποια μέρα.
Attain a goal.
Η λέξη "attain" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "ateindre", που σημαίνει "να φτάσω" και έχει τις ρίζες της στη Λατινική "attingere," που σημαίνει "να αγγίξω" ή "να επιτύχω".
Συνώνυμα: - achieve - accomplish - reach
Αντώνυμα: - fail - abandon - give up