Η λέξη "attainment" αναφέρεται στην πράξη της απόκτησης ή του επιτεύγματος κάποιου στόχου ή επιτεύγματος. Χρησιμοποιείται συχνά σε εκπαιδευτικά και επαγγελματικά πλαίσια για να περιγράψει την επίτευξη στόχων, όπως η ολοκλήρωση σπουδών ή η κατάκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων. Η χρήση της είναι συχνή στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε ακαδημαϊκά και επαγγελματικά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται στον προφορικό λόγο.
Η απόκτηση του μεταπτυχιακού του διπλώματος ήταν μια περήφανη στιγμή για την οικογένειά του.
The program aims to help students in their attainment of critical thinking skills.
Το πρόγραμμα αποσκοπεί να βοηθήσει τους μαθητές στην απόκτηση κρίσιμων δεξιοτήτων σκέψης.
Attainment in literacy is essential for success in today's world.
Η λέξη "attainment" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει φράσεις που σχετίζονται με την εκπλήρωση και την επιτυχία. Ακολουθούν μερικές αντιπροσωπευτικές προτάσεις:
Η απόκτηση της επιτυχίας απαιτεί σκληρή δουλειά και αφοσίωση.
She celebrated her attainment of personal goals this year.
Γιόρτασε την επίτευξη προσωπικών στόχων φέτος.
Attainment of high standards is expected in this organization.
Η λέξη "attainment" προέρχεται από το ρήμα "attain", το οποίο σημαίνει "να φτάσω" ή "να αποκτήσω", και το ιδιαίτερο στηλοθέτημα "-ment", το οποίο χρησιμοποιείται για να σχηματίσει ουσιαστικά που υποδηλώνουν την κατάσταση ή τη δράση του ρήματος.
Συνώνυμα: - achievement (επίτευγμα) - attainment (απόκτηση) - fulfillment (εκπλήρωση)
Αντώνυμα: - failure (αποτυχία) - loss (απώλεια) - nonachievement (μη επίτευξη)