Attent είναι ρηματικό μέρος λόγου, ωστόσο είναι σπάνια χρησιμοποιούμενος όρος. Η πιο κοινή μορφή του είναι το attend.
/əˈtɛnt/
Η λέξη attent (ή attend) σημαίνει να είσαι παρών ή να παρακολουθείς κάτι προσεκτικά. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον σκοπό της παρακολούθησης και προσοχής σε μια εκδήλωση, σε μάθημα, σε συζήτηση κ.α. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, ειδικά σε επίσημα ή ακαδημαϊκά κείμενα, αλλά χρησιμοποιείται επίσης και στον προφορικό λόγο.
Παραδείγματα προτάσεων:
1. I will attent the meeting tomorrow.
- Θα παρακολουθήσω τη συνάντηση αύριο.
2. He needs to attent the class to understand the subject.
- Πρέπει να παρακολουθήσει το μάθημα για να κατανοήσει το θέμα.
Η λέξη attend χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Πρέπει να προσέξεις την υγεία σου.
Attend a function/event
Την προσκάλεσαν να παρακολουθήσει μια σημαντική εκδήλωση.
Attend to detail
Ένας καλός σχεδιαστής πρέπει να προσέχει τις λεπτομέρειες.
Attend school/university
Επέλεξε να παρακολουθήσει πανεπιστήμιο στο εξωτερικό.
Attend the needs of someone
Η λέξη attent σχετίζεται με το λατινικό attendere, που σημαίνει "να στρέψεις την προσοχή". Η μορφή που χρησιμοποιείται σήμερα προέρχεται από το γαλλικό attendre.
Συνώνυμα:
- Observe (παρατηρώ)
- Watch (παρακολουθώ)
- Notice (παρατηρώ)
Αντώνυμα:
- Ignore (αγνοώ)
- Disregard (παραβλέπω)
- Neglect (παραμελώ)