Η φράση "attention limit" είναι ουσιαστικό.
/əˈtɛnʃən ˈlɪmɪt/
Η φράση "attention limit" αναφέρεται στο μέγιστο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένα άτομο μπορεί να συγκεντρώσει την προσοχή του σε ένα συγκεκριμένο καθήκον ή ερέθισμα, πριν αρχίσει να χάνει την ικανότητα εστίασης. Στα αγγλικά, χρησιμοποιείται κυρίως σε ψυχολογικά και εκπαιδευτικά πλαίσια για να περιγράψει πώς οι περιορισμοί της προσοχής επηρεάζουν τη μάθηση και την απόδοση.
Η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε ακαδημαϊκά άρθρα ή πολυσύνθετες συζητήσεις σε ψυχολογία, νευροεπιστήμες ή εκπαίδευση. Είναι λιγότερο συχνή σε προφορικό λόγο, εκτός αν αναφερόμαστε σε εκπαιδευτικά ή επιστημονικά θέματα.
Ο δάσκαλος παρατήρησε ότι το όριο προσοχής των μαθητών ποίκιλε σημαντικά κατά τη διάρκεια της διάλεξης.
Strategies to increase the attention limit can lead to more effective learning outcomes.
Στρατηγικές για την αύξηση του ορίου προσοχής μπορούν να οδηγήσουν σε πιο αποτελεσματικά αποτελέσματα μάθησης.
In a digital age, our attention limit has decreased due to constant distractions.
Η φράση "attention limit" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με κάποιες κοινές φράσεις που αφορούν την προσοχή.
"Πιέζοντας το όριο προσοχής" αναφέρεται στο να κάνεις κάποιον να εστιάσει περισσότερο απ' ό,τι είναι η φυσική του ικανότητα.
"Underestimating the attention limit" means not recognizing how quickly someone may lose focus.
"Υποτιμώντας το όριο προσοχής" σημαίνει να μην αναγνωρίζεις πόσο γρήγορα μπορεί κάποιος να χάσει την προσοχή του.
"A short attention limit" can hinder complex tasks that require sustained concentration.
Η λέξη "attention" προέρχεται από το λατινικό "attentio", που σημαίνει προσοχή, ενώ "limit" προέρχεται από το λατινικό "limitare", που σημαίνει να περιορίζω ή να καθορίζω.
Συνώνυμα: - focus span (διάρκεα εστίασης) - concentration limit (όριο συγκέντρωσης)
Αντώνυμα: - unlimited attention (απεριόριστη προσοχή) - sustained attention (διαρκής προσοχή)