Ο όρος "attributable profit" είναι ένα ουσιαστικό.
/əˈtrɪb.jʊ.tə.bəl ˈprɒf.ɪt/
Ο όρος "attributable profit" αναφέρεται στο κέρδος που μπορεί να αποδοθεί συγκεκριμένα σε μια επιχείρηση, δραστηριότητα ή άλλο παράγοντα. Συχνά χρησιμοποιείται σε οικονομικά και λογιστικά πλαίσια, ειδικά στη χρηματοοικονομική ανάλυση και στους ισολογισμούς. Ο όρος χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό κείμενο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις σε οικονομικές ή επαγγελματικές περιστάσεις.
Το αποδοτικό κέρδος της εταιρείας αυξήθηκε σημαντικά πέρυσι.
Investors are interested in the attributable profit when evaluating the company's performance.
Οι επενδυτές ενδιαφέρονται για το αποδοτικό κέρδος όταν αξιολογούν την απόδοση της εταιρείας.
Attributable profit is crucial for determining the health of a business.
Ο όρος "attributable profit" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, η έννοιά του μπορεί να συνδυαστεί με διάφορους οικονομικούς όρους σε προτάσεις. Εδώ είναι μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τον όρο:
Τα αποδοθέντα κέρδη από επιτυχείς επενδύσεις μπορούν να προωθήσουν την μελλοντική ανάπτυξη.
When assessing overall performance, the attributed profit from core operations is key.
Όταν αξιολογούμε τη συνολική απόδοση, το αποδομένο κέρδος από τις βασικές δραστηριότητες είναι το κλειδί.
Management often focuses on attributable profits to enhance shareholder value.
Η διοίκηση συχνά επικεντρώνεται στα αποδοτικά κέρδη για να αυξήσει την αξία των μετόχων.
The report breaks down the attributable profits by segment for clearer insights.
Ο όρος προέρχεται από τη λέξη "attribute" (αποδίδω), που προέρχεται από τα Λατινικά "attribuere" (to assign) και "profit" που προέρχεται από το Λατινικό "profitus" (κανένας οφέλους).