atty attorney - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

atty attorney (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Atty είναι συντομογραφία του Attorney, που είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μετα transcription

Atty: /ˈæti/
Attorney: /əˈtɜːrni/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Attorney αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει εκπαιδευτεί και πιστοποιηθεί για να ασκεί νομική πρακτική και να εκπροσωπεί άλλους σε νομικές υποθέσεις. Η χρήση του όρου "attorney" είναι συνήθως πιο συχνή σε επίσημα κείμενα, νομικά έγγραφα και γραπτές αναφορές, αν και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.

Συχνότητα χρήσης

Η λέξη "attorney" χρησιμοποιείται αρκετά συχνά σε νομικά πλαίσια και είναι ευρέως αναγνωρίσιμη. Συχνά χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αλλά και στον προφορικό λόγο σε συζητήσεις που αφορούν νομικά ζητήματα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. He hired an atty for his case.
    Έχει προσλάβει έναν δικηγόρο για την υπόθεσή του.

  2. The attorney presented the evidence in court.
    Ο δικηγόρος παρουσίασε τα αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο.

  3. She consulted with her atty about the contract.
    Συμβουλεύτηκε με τον δικηγόρο της σχετικά με τη σύμβαση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "attorney" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όμως συνδέεται με ορισμένα νομικά πλαίσια.

  1. Attorneys at law - Δικηγόροι λόγω νόμου.
    This phrase denotes licensed lawyers who can represent clients in legal matters.
    Αυτή η φράση δηλώνει αδειοδοτημένους δικηγόρους που μπορούν να εκπροσωπήσουν πελάτες σε νομικά θέματα.

  2. Defense attorney - Δικηγόρος υπεράσπισης.
    He is known for being a skilled defense attorney in criminal cases.
    Είναι γνωστός για την ικανότητά του ως δικηγόρος υπεράσπισης σε ποινικές υποθέσεις.

  3. Prosecuting attorney - Δικηγόρος που ασκεί δημόσια αγωγή.
    The prosecuting attorney delivered a compelling argument.
    Ο δικηγόρος που ασκεί δημόσια αγωγή παρουσίασε μια πειστική επιχειρηματολογία.

Ετυμολογία

Η λέξη “attorney” προέρχεται από τη γαλλική λέξη “atorner”, που σημαίνει “να ανατεθεί” ή “να διοριστεί”, μέσω της παλαιοαγγλικής λέξης "attorn", που αποδίδει την ιδέα του διορισμού ενός ατόμου να ενεργήσει εκ μέρους κάποιου άλλου.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Lawyer (δικηγόρος) - Counsel (νομικός σύμβουλος)

Αντώνυμα: - Client (πελάτης, τον οποίο εκπροσωπεί ο δικηγόρος) - Accused (κατηγορούμενος, σε σχέση με τη θέση του δικηγόρου)



25-07-2024