atypical - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

atypical (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Atypical είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/ˌeɪˈtɪp.ɪ.kəl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη atypical αναφέρεται σε κάτι που δεν ακολουθεί τον γενικά αποδεκτό ή αναμενόμενο τύπο ή πρότυπο. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει χαρακτηριστικά, συμπεριφορές ή καταστάσεις που αποκλίνουν από το συνηθισμένο. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, και ανήκει σε ένα τεχνικό ή ακαδημαϊκό λεξιλόγιο, όπου οι χρήσεις της είναι συχνές.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The results of the study were atypical compared to previous research.
    Τα αποτελέσματα της μελέτης ήταν ατύπικα σε σύγκριση με προηγούμενες έρευνες.

  2. His reaction to the news was rather atypical of him.
    Η αντίδρασή του στα νέα ήταν μάλλον ατύπικη γι' αυτόν.

  3. This painting has an atypical style that sets it apart from others in the gallery.
    Αυτή η ζωγραφιά έχει έναν ατύπικο στυλ που την ξεχωρίζει από άλλες στην γκαλερί.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη atypical χρησιμοποιείται σπανιότερα σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε περιγραφές και αναλύσεις.

  1. It’s not atypical to feel overwhelmed during a crisis.
    Δεν είναι ατύπικο να αισθάνονται οι άνθρωποι καταβεβλημένοι κατά τη διάρκεια μιας κρίσης.

  2. An atypical response can sometimes reveal deeper issues.
    Μια ατύπικη αντίδραση μπορεί μερικές φορές να αποκαλύψει βαθύτερα προβλήματα.

  3. In an atypical situation, the team came together to solve the problem.
    Σε μια ατύπικη κατάσταση, η ομάδα συνεργάστηκε για να λύσει το πρόβλημα.

  4. Atypical behavior in children can indicate a need for extra support.
    Ατύπικη συμπεριφορά στα παιδιά μπορεί να υποδηλώνει την ανάγκη για επιπλέον στήριξη.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη atypical προέρχεται από το πρόθεμα "a-" που σημαίνει "χωρίς" ή "μη", σε συνδυασμό με τη λέξη "typical", που σημαίνει "τυπικός" ή "κανονικός" στα Ελληνικά.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Unusual - Abnormal - Irregular

Αντώνυμα: - Typical - Regular - Normal



25-07-2024