Το "audiphone" είναι ουσιαστικό.
/aʊdɪˌfoʊn/
Η λέξη "audiphone" αναφέρεται σε μια συσκευή που χρησιμοποιείται για την ενίσχυση της ακοής. Συχνά, οι ακουστικές αυτές συσκευές χρησιμοποιούνται από άτομα με προβλήματα ακοής για τη βελτίωση της ικανότητάς τους να ακούνε ήχους και ομιλίες. Το "audiphone" είναι λιγότερο κοινό και μπορεί να αντικατασταθεί από τον όρο "hearing aid".
Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά χαμηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικό ή τεχνικό λεξιλόγιο, περισσότερο στο γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
"Αποφάσισε να δοκιμάσει ένα ακουστικό για να βελτιώσει την ακοή του."
"The audiphone is a vital tool for those who are hard of hearing."
"Το ακουστικό είναι ένα ζωτικό εργαλείο για όσους έχουν προβλήματα ακοής."
"After using the audiphone, she was able to enjoy music again."
Αν και το "audiphone" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενο σε ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχουν σχετικές φράσεις που περιλαμβάνουν τον όρο "hearing" που μπορεί να φέρνουν παρόμοια έννοια.
"Το να έχεις καλή ακοή για τη μουσική είναι σαν να έχεις ακουστικό."
"He was all ears during the lecture, just like he would be with an audiphone."
"Ήταν προσηλωμένος κατά τη διάρκεια της διάλεξης, όπως θα ήταν αν είχε ακουστικό."
"When someone speaks softly, it’s like using an audiphone to catch the sound."
Η λέξη "audiphone" προέρχεται από το λατινικό "audire" που σημαίνει "ακούω" και το ελληνικό "φώνη" που σημαίνει "ήχος" ή "φωνή".
Συνώνυμα: - ακουστικό - προσθετική συσκευή ακοής
Αντώνυμα: - αθόρυβος (in the context of sound perception) - φλύαρος (in a metaphorical sense, related to excess noise)
Η λέξη "audiphone" δεν χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα, αλλά είναι σχετική σε ιατρικά ή τεχνολογικά πλαίσια.