audit trail (ουσιαστικό)
/ˈɔː.dɪt treɪl/
Ο όρος "audit trail" αναφέρεται σε μια καταγραφή ή σειρά από συναλλαγές, γεγονότα ή δραστηριότητες που έχουν καταγραφεί και είναι διαθέσιμες για ελέγχους ή αναφορές. Συνήθως χρησιμοποιείται στον τομέα της πληροφορικής και των οικονομικών για να διασφαλίσει τη διαφάνεια και την υπευθυνότητα.
Η χρήση του όρου "audit trail" είναι συχνή σε τεχνικά και χρηματοοικονομικά κείμενα ή σε επαγγελματικά περιβάλλοντα. Συνήθως, χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Η εταιρεία διατηρεί ένα ίχνος ελέγχου για να διασφαλίσει τη διαφάνεια στις χρηματοοικονομικές της συναλλαγές.
An effective audit trail can help identify discrepancies in the data.
Ένα αποτελεσματικό ίχνος ελέγχου μπορεί να βοηθήσει στην αναγνώριση ανωμαλιών στα δεδομένα.
He reviewed the audit trail to find out who accessed the sensitive information.
Ο όρος "audit trail" χρησιμοποιείται συνήθως σε επαγγελματικά συμφραζόμενα, και ως εκ τούτου δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις με βάση τον ίδιο ακριβώς όρο. Ωστόσο, παρακάτω υπάρχουν στιγμές που μπορεί να συνδέεται με άλλες συναφείς εκφράσεις:
Δημιουργήστε ένα ίχνος ελέγχου για σκοπούς συμμόρφωσης.
Follow the audit trail to investigate the issue.
Ακολουθήστε το ίχνος ελέγχου για να διερευνήσετε το ζήτημα.
Improve the audit trail to enhance data security.
Βελτιώστε το ίχνος ελέγχου για να ενισχύσετε την ασφάλεια των δεδομένων.
Analyze the audit trail for any irregularities.
Αναλύστε το ίχνος ελέγχου για τυχόν ανωμαλίες.
Design an audit trail policy to safeguard sensitive data.
Η λέξη "audit" προέρχεται από το λατινικό "audire," που σημαίνει "να ακούω," και άρχισε να χρησιμοποιείται σε οικονομικά συμφραζόμενα τον 15ο αιώνα. Η λέξη "trail" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "tral," που σημαίνει "να ακολουθείς, να αφήνεις ίχνη."
Συνώνυμα: - καταγραφή - αξιολόγηση
Αντώνυμα: - απουσία καταγραφής - αδιαφάνεια