Η φράση "aural null" είναι ουσιαστικό.
/aʊərəl nʌl/
Η φράση "aural null" χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της ηχητικής και της ψυχοακουστικής. Αντιπροσωπεύει ένα σημείο ή κατάσταση όπου δεν υπάρχει ήχος ή ηχητική εμπειρία, συχνά αναφερόμενη σε πειράματα ή παρατηρήσεις που σχετίζονται με την ακοή.
Η φράση "aural null" χρησιμοποιείται κυρίως σε ειδικά επιστημονικά πλαίσια, όπως η ψυχοακουστική και η μουσικολογία, και λιγότερο στη καθημερινή ομιλία.
Η χρήση της φράσης είναι σπάνια και προτιμάται σε γραπτό λόγο, κυρίως σε ακαδημαϊκά και τεχνικά κείμενα.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ένα ακουστικό κενό στο ηχητικό πείραμα.
Participants reported experiencing an aural null sensation when the sound was removed.
Οι συμμετέχοντες δήλωσαν ότι βίωσαν μια ακουστική κενότητα όταν αφαιρέθηκε ο ήχος.
In certain frequencies, the phenomenon of aural null can occur, leading to silence.
Η φράση "aural null" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στη γλώσσα Αγγλικά, αλλά η έννοιά της μπορεί να συνδυαστεί σε επιστημονικά συμφραζόμενα.
Όταν συζητάμε την αντίληψη του ήχου, το ακουστικό κενό είναι ένα κρίσιμο σημείο που δεν μπορεί να παραλειφθεί.
The concept of aural null is essential for understanding acoustic environments.
Η έννοια του ακουστικού κενού είναι απαραίτητη για την κατανόηση των ακουστικών περιβαλλόντων.
Exploring the aural null in various sound settings provides insights into auditory perception.
Η λέξη "aural" προέρχεται από το Λατινικό "auralis", που σημαίνει "ακουστικός", και το "null" προέρχεται από το Λατινικό "nullus", που σημαίνει "κανένας" ή "μηδαμινός".